Νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Βρετανία καταδεικνύει ότι συγκεκριμένα συμπτώματα, όπως οι έντονοι πόνοι και η βαριά ή παρατεταμένη αιμορραγία, συνδέονται με αυξημένες απουσίες και χαμηλότερες επιδόσεις στις κρίσιμες εξετάσεις GCSE.
Ειδικότερα, η μελέτη που βασίστηκε σε δεδομένα από τη μεγάλη μακροχρόνια έρευνα Children of the 90s, εξέτασε 2.698 κορίτσια ηλίκιας 13–16 ετών. Το 36% αυτών ανέφερε βαριά ή παρατεταμένη αιμορραγία και το 56% ισχυρούς πόνους κατά τη διάρκεια της περιόδου τους. Οι μαθήτριες με βαριά αιμορραγία έλειψαν κατά μέσο όρο 1,7 ημέρες περισσότερες από το σχολείο στην τελευταία τάξη πριν από τις εξετάσεις, είχαν χαμηλότερη επίδοση περίπου κατά μία βαθμίδα και ήταν 27% λιγότερο πιθανό να πετύχουν στις εξετάσεις τους. Όσες υπέφεραν από έντονους πόνους έλειψαν 1,2 ημέρες παραπάνω και ήταν 16% λιγότερο πιθανό να καλύψουν τον βασικό βαθμολογικό στόχο.
Κοινωνικές πιέσεις και περιορισμοί
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι συσχετίσεις αυτές παραμένουν ακόμη κι όταν λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρό τους, η ψυχική υγεία ή/και ο δείκτης νοημοσύνης. Τα ευρήματα ενισχύουν προηγούμενες μελέτες που έχουν δείξει ότι τα προβλήματα της περιόδου μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο την παρουσία στο σχολείο αλλά και τις μακροπρόθεσμες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές και δεξιότητες.
Παράλληλα, οι κοινωνικές πιέσεις, η χαμηλή «εμμηνορροϊκή παιδεία» και το στίγμα γύρω από την περίοδο δυσκολεύουν τα κορίτσια να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα ή να ζητήσουν βοήθεια. Οι περιορισμοί στη χρήση τουαλέτας, η δυσκολία πρόσβασης σε προϊόντα περιόδου και οι ελλείψεις υποστηρικτικού πλαισίου εντός του σχολείου επιδεινώνουν σημαντικά το πρόβλημα.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η βελτίωση της θεραπευτικής αντιμετώπισης, η καλύτερη ενημέρωση και η ενίσχυση της στήριξης στα σχολεία είναι αναγκαία βήματα ώστε τα έφηβα κορίτσια να μπορούν να ανταποκριθούν στις σχολικές τους υποχρεώσεις και να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους.
Πηγή: TheConversation.com