Οι άνθρωποι που σταματούν να χρησιμοποιούν το φάρμακο τιρζεπατίδη για την απώλεια βάρους όχι μόνο τείνουν να επανακτήσουν το βάρος τους, αλλά και να υποστούν αναστροφή σε άλλες βελτιώσεις της υγείας τους, σύμφωνα με έρευνα.
Η τιρζεπατίδη έχει εξελιχθεί σ' ένα δημοφιλές φάρμακο για την απώλεια βάρους, με μελέτες να δείχνουν ότι μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να χάσουν κατά μέσο όρο το 20% του σωματικού τους βάρους μετά από 72 εβδομάδες θεραπείας.
Ωστόσο, προηγούμενες έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι τα άτομα που σταματούν να χρησιμοποιούν την τιρζεπατίδη τείνουν να ανακτήσουν μεγάλο μέρος του βάρους που έχουν χάσει.
Τώρα, ειδικοί που μελετούν τα αποτελέσματα μιας κλινικής δοκιμής γνωστής ως Surmount-4 λένε ότι και άλλα οφέλη που παρατηρούνται με το φάρμακο, όπως η μείωση της αρτηριακής πίεσης και τα χαμηλότερα επίπεδα «κακής» χοληστερόλης, αντιστρέφονται επίσης με τη διακοπή της χρήσης του φαρμάκου.
Ο Naveed Sattar, καθηγητής καρδιομεταβολικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, ο οποίος δεν συμμετείχε στην ομάδα αλλά είχε ασχοληθεί με προηγούμενη εργασία σχετικά με τη δοκιμή, δήλωσε ότι «τα ευρήματα δεν αποτελούν έκπληξη, καθώς το υπερβολικό βάρος είναι ένας καθιερωμένος παράγοντας που οδηγεί σε αυξημένη αρτηριακή πίεση και μειωμένο έλεγχο της γλυκόζης».
Πρόσθεσε: «Κατά συνέπεια, όταν το βάρος που χάθηκε μέσω θεραπευτικών παρεμβάσεων ανακτάται, αυτοί οι καρδιομεταβολικοί παράγοντες κινδύνου αυξάνονται συνήθως ανάλογα με την ταχύτητα και την έκταση της επαναπρόσληψης βάρους.
Η διατήρηση του βάρους παραμένει μια κρίσιμη πρόκληση, αλλά υπάρχει ελπίδα ότι τα επόμενα χρόνια θα εμφανιστούν νεότερες, πιο προσιτές στρατηγικές για τη διατήρηση της μακροπρόθεσμης απώλειας βάρους».
Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι η χρήση της τιρζεπατίδης και άλλων φαρμάκων απώλειας βάρους σε άτομα με καρδιακές παθήσεις μειώνει τον κίνδυνο νοσηλείας για καρδιακή ανεπάρκεια ή θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. «Επομένως, η διακοπή της χρήσης τους θα μπορούσε να αφαιρέσει ένα προστατευτικό αποτέλεσμα», δήλωσε ο Sattar.
Σε άρθρο τους στο περιοδικό Jama Internal Medicine, οι ερευνητές αναφέρουν πώς ανέλυσαν τα δεδομένα της δοκιμής Surmount-4, μιας μελέτης στην οποία συμμετείχαν άτομα με παχυσαρκία ή βάρος πάνω απόο το κανονικό και με τουλάχιστον ένα πρόβλημα υγείας σχετικό με το βάρος.
Όλοι οι συμμετέχοντες έλαβαν τιρζεπατίδη για 36 εβδομάδες, παράλληλα με υποστήριξη σε θέματα διατροφής και άσκησης, πριν χωριστούν τυχαία σε δύο ομάδες ίσου μεγέθους, μία από τις οποίες συνέχισε τη φαρμακευτική αγωγή για άλλες 52 εβδομάδες, ενώ η άλλη πέρασε σε εικονικό φάρμακο για αυτό το διάστημα. Τόσο οι συμμετέχοντες όσο και οι ερευνητές δεν γνώριζαν τότε ποιος ανήκε σε ποια ομάδα.
Η ομάδα επικεντρώθηκε στα αποτελέσματα από 308 συμμετέχοντες που είχαν χάσει τουλάχιστον το 10% του σωματικού τους βάρους μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου των 36 εβδομάδων πριν μεταβούν στο εικονικό φάρμακο, διαπιστώνοντας ότι ένα χρόνο μετά τη διακοπή της τιρζεπατίδης, το 82% αυτών των συμμετεχόντων είχε ανακτήσει το 25% ή περισσότερο της αρχικής τους απώλειας βάρους.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι η μεγαλύτερη επαναπρόσληψη βάρους στο τέλος της μελέτης συσχετίστηκε με μεγαλύτερη αναστροφή των βελτιώσεων όχι μόνο στο βάρος, αλλά και σε μετρήσεις όπως η περιφέρεια της μέσης, τα επίπεδα της «κακής» χοληστερόλης, η αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
«Συνολικά, στην εβδομάδα 88, οι συμμετέχοντες με 75% ή περισσότερο επαναπρόσληψη βάρους μετά τη διακοπή της τιρζεπατίδης ανέτρεψαν τις καρδιομεταβολικές παραμέτρους στις τιμές της αρχικής γραμμής (εβδομάδα 0)», γράφει η ομάδα, αν και σημειώνει ότι όσοι είχαν επαναπρόσληψη βάρους έως 50% εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν βελτιώσεις σε αυτούς τους τομείς σε σύγκριση με την αρχή της μελέτης.
Η ομάδα αναφέρει ότι τα ευρήματα «υποστηρίζουν τη σημασία της μακροπρόθεσμης διατήρησης της μείωσης βάρους μέσω της παρέμβασης στον τρόπο ζωής και των φαρμάκων για τη διαχείριση της παχυσαρκίας, προκειμένου να διατηρηθούν τα καρδιομεταβολικά οφέλη και η βελτίωση της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την υγεία».
Μια άλλη έρευνα δείχνει ότι οι γυναίκες που σταματούν να χρησιμοποιούν φάρμακα για την απώλεια βάρους πριν μείνουν έγκυες ή στις αρχές της εγκυμοσύνης, τείνουν να αυξάνουν περισσότερο το βάρος τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, διαβήτη κύησης και υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης σε σύγκριση με εκείνες που δεν είχαν χρησιμοποιήσει τέτοια φάρμακα.
Πηγή: Guardian





