Ερευνητές του UBC Okanagan, ανακάλυψαν ότι η μέτρηση των επιπέδων ινσουλίνης στο σάλιο αποτελεί έναν πρακτικό μη επεμβατικό τρόπο εξέτασης έναντι της εξέτασης αίματος.
Ο Dr. Jonathan Little, δήλωσε ότι η εξέταση σάλιου μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τον έγκαιρο εντοπισμό πρώιμων μεταβολικών αλλαγών, που συνδέονται με την παχυσαρκία και άλλους παράγοντες κινδύνου.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Applied Physiology, Nutrition, and Metabolism, περιέλαβε 94 υγιείς συμμετέχοντες με διάφορα σωματικά μεγέθη.
Μετά από περίοδο νηστείας, κάθε συμμετέχων ήπιε ένα shake αντικατάστασης γεύματος και στη συνέχεια έδωσε δείγμα σάλιου και υποβλήθηκε σε εξέταση γλυκόζης μέσω αίματος.
Όπως δήλωσε ο ερευνητής, άνθρωποι με παχυσαρκία είχαν πολύ υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης στο σάλιο έναντι αυτών που ήταν ελαφρώς υπέρβαροι ή χαμηλού σωματικού βάρους, παρόλο που τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ήταν τα ίδια.
Αυτό υποδεικνύει ότι η εξέταση σάλιου θα μπορούσε να είναι απλός, μη επεμβατικός τρόπος εντοπισμού ανθρώπων με κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Ο Dr. Hossein Rafiei, δήλωσε ότι η μελέτη στόχευε στην ανάπτυξη πρακτικού, μη επεμβατικού τεστ για την υπερινσουλιναιμία.
Οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα σάλιου 30, 60 και 90 λεπτά μετά την κατανάλωση του ροφήματος. Ορισμένοι με χαμηλότερο βάρος επίσης είχαν μεγάλη αύξηση ινσουλίνης στο σάλιο, κάτι που υποδεικνύει οτι ενδεχομένως είχαν αυξημένο κίνδυνο γα διαβήτη τύπου 2 ακόμα και χωρίς επιπλέον βάρος και με φυσιολογική γλυκόζη στο αίμα.
Αυτό υποδεικνύει ότι η ινσουλίνη στο σάλιο ενδεχομένως μπορεί να είναι πιο χρήσιμη από τη μέτρηση του βάρους ή της περιμέτρου μέσης.
Πηγή: ΓΛΥΚΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ