Πλείστες μελέτες έχουν εδραιώσει τον τρόπο με τον οποίο η υγεία του εντέρου επηρεάζει τη συνολική ευεξία. Μια μικρής έκτασης έρευνα, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Nature Communications, συνδέει τώρα το μικροβίωμα παιδιών νηπιακής ηλικίας με πιθανή αύξηση του κινδύνου εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας αργότερα στην παιδική ηλικία.
Τα δίχρονα παιδιά που στο έντερο τους εντοπίζονται μεγάλοι πληθυσμοί βακτηρίων από τις ομάδες Clostridiales και Lachnospiraceae είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη, άγχος και άλλα λεγόμενα «εσωτερικευμένα» συμπτώματα πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με τη μελέτη.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η σύνδεση αυτή μπορεί να εξηγηθεί από τον γνωστό άξονα εγκεφάλου-εντέρου ή τις αμφίδρομες συνδέσεις μεταξύ των δυο οργάνων που επηρεάζουν τη διάθεση, το άγχος, τη γνωστική λειτουργία και μια σειρά άλλων λειτουργιών.
Το μικροβίωμα του εντέρου - το οικοσύστημα βακτηρίων και άλλων μικροσκοπικών οργανισμών που ζουν στο πεπτικό σύστημα - έχει επίσης συνδεθεί με κάποιες μορφές καρκίνου, αϋπνία, καρδιακές παθήσεις, διαβήτη τύπου 2, πρόωρο τοκετό και άλλα προβλήματα υγείας, αν και οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα διασαφηνίσει για όλες τις περιπτώσεις τον τρόπο με τον οποίο προκαλείται αυτός ο αντίκτυπος στον οργανισμό.
Μικροβίωμα και ψυχική-συναισθηματική υγεία
Η Bridget Callaghan, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, δήλωσε ότι τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι τα πρώιμα βακτήρια του εντέρου θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον προγραμματισμό των εγκεφαλικών κυκλωμάτων που συνδέονται με την ψυχική και συναισθηματική υγεία στην παιδική ηλικία.
«Συνδέοντας τα πρότυπα μικροβιώματος στην πρώιμη ζωή με τη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου και τα μεταγενέστερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, η μελέτη μας παρέχει πρώιμες ενδείξεις ότι τα μικρόβια του εντέρου θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση της ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια των κρίσιμων σχολικών ετών», εξηγεί η Callaghan.
Η έρευνα μελέτησε στοιχεία 55 παιδιών στη Σιγκαπούρη. Οι επιστήμονες συνέλεξαν δεδομένα υγείας των παιδιών στις ηλικίες των δύο, έξι και 7,5 ετών, με μικροβιολογικά δείγματα, απεικονιστικές εξετάσεις και κλινική παρακολούθηση πιθανών προβλημάτων συμπεριφοράς που ενέσκηψαν κατά την διάρκεια της μελέτης.
Οι ερευνητές αρχικά εντόπισαν ποια παιδιά στην ηλικία των έξι και επτάμιση ετών παρουσιάσαν σημάδια συναισθηματικής δυσφορίας, για παράδειγμα άγχος, κατάθλιψη και κοινωνική απόσυρση, και στη συνέχεια εργάστηκαν αντίστροφα για να αναλύσουν τα προφίλ του μικροβιώματος του εντέρου αυτών των παιδιών όταν βρίσκονταν στην ηλικία των δύο ετών, με βάση τις εξετάσεις που είχαν γίνει τότε.
Έτσι κατάφεραν να εντοπίσουν την ύπαρξη μεγάλου αριθμού βακτηρίων των ομάδων Clostridiales και Lachnospiraceae στα δείγματα που είχαν ληφθεί στην πρώιμη παιδική ηλικία αυτών των παιδιών, εκτιμώντας ότι το εύρημα τους συνδέεται με το άγχος και την κατάθλιψη που παρουσίασαν λίγα χρόνια αργότερα.
Αυτά τα συμπεράσματα πάντως συνάδουν και με προηγούμενες έρευνες που έχουν δείξει σύνδεση των συγκεκριμένων τύπων βακτηρίων με συμπτώματα κατάθλιψης και σε ενήλικες.
Ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση
Η μελέτη έχει ορισμένους περιορισμούς, κυρίως το γεγονός ότι διεξήχθη σε ένα μικρό δείγμα παιδιών από την ίδια περιοχή.
Η Δρ. Callaghan παραδέχεται ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο, σε ποια ένταση και ποιου τύπου βακτήρια είναι τελικά ικανά να επηρεάσουν σε τέτοιο βαθμό την ψυχική υγεία των παιδιών.
«Πρέπει να καταλάβουμε ποια είδη εντός αυτών των μεγαλύτερων ομάδων οδηγούν στα ευρήματα. Μόλις έχουμε αυτές τις πληροφορίες, υπάρχουν σχετικά απλοί τρόποι για να αλλάξουμε το μικροβίωμα, όπως τα προβιοτικά ή η διατροφή», προσθέτει.
Πηγή: EURONEWS.COM





