Οι πάσχοντες άαπό μια σπάνια και ανίατη μορφή καρκίνου του αίματος ζουν κατά μέσο όρο σχεδόν διπλάσιο χρόνο σε σύγκριση με 20 χρόνια πριν, όπως προκύπτει από νέα έρευνα.
Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποίησαν ότι η επιβίωση για το πολλαπλό μυέλωμα «παραμένει καταστροφικά χαμηλή» και πρέπει να γίνουν περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης της πρόσβασης σε κλινικές δοκιμές για ασθενείς από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Το πολλαπλό μυέλωμα είναι ανίατο και εμφανίζεται όταν ο μυελός των οστών παράγει ανώμαλα λευκά αιμοσφαίρια, γνωστά ως πλασματοκύτταρα.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο στα οστά, κόπωση, πονοκεφάλους, μυϊκή αδυναμία και δύσπνοια.
Για τη μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε από το Cancer Research UK και το Blood Cancer UK, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Γιορκ ανέλυσαν δεδομένα από 3.720 ασθενείς στην Αγγλία που διαγνώστηκαν με πολλαπλό μυέλωμα μεταξύ 2005 και 2019.
Διαπίστωσαν ότι η μέση επιβίωση είχε αυξηθεί από 2,4 έτη σε 4,5 έτη κατά τη διάρκεια της 15ετούς περιόδου.
Οι ερευνητές χαρακτήρισαν τη βελτίωση της επιβίωσης ως «εντυπωσιακή».
Πρόσθεσαν ότι τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Haematologica, επιβεβαιώνουν «ότι οι θεραπευτικές εξελίξεις ωφελούν τους ασθενείς όχι μόνο στις κλινικές δοκιμές, αλλά και στην πραγματική ζωή».
Ενώ οι ειδικοί χαιρέτισαν αυτή την πρόοδο στον τομέα του μυελώματος, τονίζουν ότι απαιτείται συνεχής έρευνα.
Η Alexandra Smith, καθηγήτρια επιδημιολογίας του καρκίνου στο Πανεπιστήμιο του York και κύρια συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Χάρη στην έρευνα, κάποιος που διαγνώστηκε με μυέλωμα έχει τώρα πολύ καλύτερες προοπτικές από ό,τι θα είχε πριν από δύο δεκαετίες.
«Οι νέες θεραπείες είναι πιο ήπιες, λιγότερο τοξικές και πιο αποτελεσματικές, επιτρέποντας σε όλους τους ασθενείς – συμπεριλαμβανομένων και των πιο ευάλωτων – να επωφεληθούν.
«Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε εδώ. Η επιβίωση για το μυέλωμα παραμένει καταστροφικά χαμηλή – γι' αυτό και η συνεχής έρευνα για νέους τρόπους θεραπείας της νόσου και για την έγκαιρη διάγνωσή της είναι τόσο ζωτικής σημασίας».
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι η επιβίωση έχει αυξηθεί περισσότερο σε ασθενείς ηλικίας 80 ετών και άνω, με τον αριθμό των ατόμων αυτής της ηλικιακής ομάδας που ζουν για πέντε ή περισσότερα χρόνια να έχει πενταπλασιαστεί από το 2005.