Ο δείκτης μάζας σώματος, που εισήχθη για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα, χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες για τον προσδιορισμό της παχυσαρκίας. Τώρα, μια νέα μελέτη αμφισβητεί αυτό το πρότυπο προσδιορισμού της παχυσαρκίας, που προκύπτει από την διαίρεση του σωματικού βάρους ενός ανθρώπους με το ύψος του.
Ο ΔΜΣ εδώ και καιρό τίθεται σε υπό αμφισβήτηση όσον αφορά τη μεθοδολογία, την ιστορία και τα συμπεράσματα που εξάγονται για τους ασθενείς και την υγεία τους. Κατά τη διάρκεια των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του περασμένου έτους, η αμερικανίδα σταρ του ράγκμπι Ilona Maher προκάλεσε σάλο όταν δήλωσε ότι ο ΔΜΣ της είναι τεχνικά καταχωρημένος ως υπέρβαρος, παρά το γεγονός ότι είναι μία από τις κορυφαίες αθλήτριες στον κόσμο.
Μια νέα μελέτη αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του υπολογισμού, με ερευνητές του Πανεπιστημίου της Φλόριντα να υποστηρίζουν ότι είναι «βαθιά ελαττωματικός» και δεν μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο μελλοντικού θανάτου.
«Αυτή η μελέτη αλλάζει τα δεδομένα», δήλωσε ο Δρ Arch Mainous, καθηγητής και αντιπρόεδρος έρευνας στο Τμήμα Κοινοτικής Υγείας και Οικογενειακής Ιατρικής του Ιατρικού Κολλεγίου του Πανεπιστημίου της Φλόριντα,κύριος συγγραφέας της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Annals of Family Medicine.
Αντ' αυτού, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η άμεση μέτρηση του σωματικού λίπους με τη χρήση μιας σχετικά φθηνής συσκευής που ανιχνεύει την αντίσταση των ιστών του σώματος σε ένα μικρό ηλεκτρικό ρεύμα είναι πολύ πιο ακριβής. Η μέθοδος είναι γνωστή ως «ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης».
Αν και οι γιατροί θα ήθελαν να χρησιμοποιούν άμεσες μετρήσεις, όπως οι σαρώσεις DEXA, αυτές δεν είναι ευρέως διαθέσιμες και οι συσκευές κοστίζουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια. Το DEXA σημαίνει «απορρόφηση ακτίνων Χ διπλής ενέργειας» και «θεωρείται το χρυσό πρότυπο για τη μέτρηση του σωματικού λίπους».
«Αλλά δεν θα είναι ποτέ οικονομικά εφικτό να υπάρχει σε ιατρείο ή απλή κλινική», είπε ο Mainous.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από την Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής, η οποία συνδέεται με τον εθνικό δείκτη θνησιμότητας, ο Mainous και οι συνεργάτες του εξέτασαν την υγεία 4.252 ατόμων.
Διαπίστωσαν ότι τα άτομα με υψηλό σωματικό λίπος, όπως μετρήθηκε με βιοηλεκτρική εμπέδηση, είχαν 78% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία σε σχέση με εκείνα με υγιή επίπεδα σωματικού λίπους κατά τη διάρκεια των 15 ετών που παρακολουθήθηκαν. Τα άτομα αυτά είχαν επίσης 3,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιακές παθήσεις.
Αντίθετα, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τον κίνδυνο θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παθήσεων, όταν χρησιμοποιήθηκε ο ΔΜΣ.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι οι δύο μέθοδοι αναλύθηκαν με τρόπο που εξαλείφει τις επιδράσεις της ηλικίας, της φυλής και του εισοδήματος.
Επεσήμαναν ότι ο ΔΜΣ μπορεί να κατατάξει ορισμένα άτομα με «φυσιολογικό» ΔΜΣ, ακόμη και όταν έχουν υψηλό ποσοστό σωματικού λίπους. Το φυσιολογικό βάρος είναι ένας ΔΜΣ μεταξύ 18,5 και 24,9, το υπερβολικό βάρος είναι μεταξύ 25 και 29,9 και η παχυσαρκία είναι οποιαδήποτε τιμή 30 και άνω.
Επιπλέον, ο ανώτερος συγγραφέας Δρ Frank Orlando, ιατρικός διευθυντής του University of Florida Health Family Medicine – Springhill, σημείωσε ότι ο ΔΜΣ δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ μυϊκής και λιπώδους μάζας, παρέχοντας μόνο μια έμμεση ένδειξη.
«Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με το bodybuilding μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον δείκτη μάζας σώματος τους», είπε ο Orlando. «Αλλά είναι υγιείς, ακόμη και με ΔΜΣ που δείχνει ότι είναι παχύσαρκοι».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός δεν λαμβάνει υπόψιν τον τρόπο με τον οποίο η φυλή, η εθνικότητα και το φύλο επηρεάζουν τις διαφορές στο μέγεθος του σώματος και το ποσοστό λίπους.
Πηγή: Independent