Μόλις 100 τσιγάρα κατά τη διάρκεια της ζωής μας είναι αρκετά για να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων και θανάτου, λένε οι ειδικοί. Το ρίσκο συγκεκριμένα για καρδιακές νόσους, αυξάνει κατά 50% σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της εν λόγω μελέτης.
«Η χρήση καπνού είναι ένας πολύ καλά εδραιωμένος παράγοντας κινδύνου για καρδιακές παθήσεις», θυμίζει η Δρ.Jennifer Miao, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο Yale. «Προκαλεί σημαντική βλάβη στην επένδυση των αιμοφόρων αγγείων και επιταχύνει την ανάπτυξη πλακών και στεφανιαίας νόσου».
Το κάπνισμα συνδέεται επίσης με προβλήματα καρδιακού ρυθμού, όπως η κολπική μαρμαρυγή και το εγκεφαλικό επεισόδιο, προσθέτει η Δρ.Miao.
Η ζημιά που προκαλεί το κάπνισμα στον οργανισμό είναι τόσο σοβαρή που ακόμα και η διακοπή της συνήθειας σε πολλές περιπτώσεις δεν αρκεί για να αντιστραφούν οι επιπτώσεις, λένε οι ειδικοί.
Συγκεκριμένα, παρόλο που οι νυν καπνιστές διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από τους πρώην, οι τελευταίοι εξακολουθούν να έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών μετά το κόψιμο του τσιγάρου.
Κάπνισμα: Μια διαρκής επιδημία
Μόνο στις ΗΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, το κάπνισμα στους ενήλικες έχει μειωθεί από περίπου 42% το 1965 σε 12% το 2022 -μια μείωση άνω του 70%.
Ωστόσο, ο αριθμός των ατόμων που καπνίζουν λιγότερα από 15 τσιγάρα την ημέρα αυξήθηκε κατά 85% κατά την ίδια περίοδο.
Το επιστημονικό στοίχημα όμως είναι, λένε οι γιατροί, οι καπνιστές να συνειδητοποιήσουν ότι δεν αρκεί απλά να μειώσουν το κάπνισμα προκειμένου να προστατεύσουν την υγεία τους.
«Υπάρχουν τα στοιχεία που μας λένε ότι ακόμη και λιγότερο από ένα τσιγάρο ημερησίως μπορεί να έχει διαφορετικά, πολλαπλά αποτελέσματα στην καρδιαγγειακή υγεία και (αυτό) δεν είναι κάτι κλινικά ασήμαντο», επισημαίνει ο Δρ. Erfan Tasdighi, εκ των συγγραφέων της μελέτης και Καθηγητής παθολογίας στην Ιατρική Σχολή Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ.
Η Δρ.Miao αναγνωρίζει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για τους ασθενείς να σταματήσουν εντελώς το κάπνισμα. «Είναι πολύ, πολύ σημαντικό για εμάς ως κλινικοί γιατροί να αναγνωρίσουμε ότι είναι πολύ πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις», λέει.
Συστήνει μάλιστα, απευθυνόμενοι στους συναδέλφους της, να προσπαθούν να εντοπίζουν όσους δυσκολεύονται περισσότερο να διακόψουν τη χρήση καπνού και να τους κατευθύνουν στις ιατρικές θεραπείες που είναι διαθέσιμες ώστε να διευκολύνουν την προσπάθεια τους για διακοπή του καπνίσματος.
Όπως έδειξε η εν λόγω μελέτη, το όφελος από τη διακοπή του καπνίσματος είναι σημαντικότερο τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τη διακοπή. Ωστόσο, λένε οι ερευνητές, χρειάζεται χρόνος για να ανακάμψει ο οργανισμός και να φτάσει στο επίπεδο κάποιου που δεν κάπνισε ποτέ. Παρόλα αυτά, η διακοπή της βλαβερής συνήθειας δεν πρέπει να υποτιμάται, τονίζει ο Δρ.Tasdighi.
«Είναι σημαντικό οι άνθρωποι να γνωρίζουν ότι όταν σταματούν το κάπνισμα, ο κίνδυνος μειώνεται άμεσα και σημαντικά», ξεκαθαρίζει.
Η ερευνητική ομάδα, προσθέτει ότι δεν είναι μόνο οι καπνιστές που θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης. Οι γιατροί θα πρέπει επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο αλλαγής του τρόπου με τον οποίο αξιολογούν τις καπνιστικές συνήθειες των ασθενών τους.
«Οι κλινικοί γιατροί χρειάζεται να υιοθετήσουν μια πιο λεπτομερή προσέγγιση που να ενσωματώνει και άλλους τρόπους για τον εντοπισμό και την ποσοτικοποίηση της χρήσης τσιγάρων, όπως το καθεστώς καπνίσματος και η ένταση του», λέει η Δρ.Miao, σημειώνοντας ότι είτε πρόκειται για μόλις ένα τσιγάρο την ημέρα είτε ένα ολόκληρη την εβδομάδα, τελικά κανένα νούμερο δεν είναι “ασφαλές” και η διακοπή του καπνίσματος παραμένει η βέλτιστη επιλογή που μπορεί να κάνει κάποιος για την υγεία του.
Πηγή: abcnews.go.com





