Όσοι καταναλώνουν περισσότερα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα παίρνουν περισσότερο βάρος απ' όσους επιλέγουν πιο υγιεινά πιάτα ακόμα και όταν αυτά έχουν τις ίδιες θερμίδες.
Αυτό προκύπτει από έρευνα στην οποία συμμετείχαν 43 άνδρες ηλικίας 20 έως 35 ετών, κατά την οποία έγινε σύγκριση μιας μη επεξεργασμένης διατροφής με μια υπερ-επεξεργασμένη διατροφή με παρόμοια θρεπτική αξία. Όπως αποδείχθηκε, οι άνδρες που ακολουθούσαν την υπερ-επεξεργασμένη διατροφή πήραν περίπου ένα κιλό περισσότερο λίπος σε σύγκριση με εκείνους που ακολουθούσαν τη μη επεξεργασμένη διατροφή.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν στο Cell Metabolism, έδειξαν ότι η συνολική θερμιδική πρόσληψη δεν είναι ο «μοναδικός καθοριστικός παράγοντας» της αύξησης του σωματικού βάρους και ότι η «επεξεργασμένη φύση» των υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων βλάπτει την αναπαραγωγική και μεταβολική υγεία, ανεξάρτητα από το διατροφικό τους περιεχόμενο.
Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θερμίδες από μη επεξεργασμένα ή υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα «δεν αποθηκεύονται ή μεταβολίζονται εξίσου», ακόμη και όταν ελέγχεται η περιεκτικότητα σε μακροθρεπτικά συστατικά.
Η έρευνά τους αποκάλυψε επίσης ότι μια διατροφή πλούσια σε υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα εισάγει υψηλότερα επίπεδα ρύπων που είναι γνωστό ότι επηρεάζουν την ποιότητα του σπέρματος.
Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν ουσίες που δεν χρησιμοποιούνται συνήθως στην οικιακή μαγειρική, όπως συντηρητικά, γλυκαντικά και γαλακτωματοποιητές.
Τα τρόφιμα αυτά στην κατηγορία των οποίων ανήκουν τα παγωτά, τα επεξεργασμένα κρέατα, τα πατατάκια, το μαζικά παραγόμενο ψωμί, ορισμένα δημητριακά πρωινού, τα μπισκότα και τα ανθρακούχα ποτά, έχουν ήδη συνδεθεί με διάφορα προβλήματα υγείας, όπως παχυσαρκία, καρδιακές παθήσεις, καρκίνο και πρόωρο θάνατο.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης έβαλαν τους μισούς άνδρες σε μια υπερ-επεξεργασμένη διατροφή και τους άλλους μισούς σε μια μη επεξεργασμένη, πριν τους αλλάξουν διατροφή με μια περίοδο «αποτοξίνωσηης» τριών εβδομάδων στο μεταξύ. Τόσο η μη επεξεργασμένη όσο και η υπερ-επεξεργασμένη διατροφή είχαν την ίδια ποσότητα θερμίδων, πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπών.
Οι μισοί από τους άνδρες έλαβαν επίσης μια διατροφή υψηλής θερμιδικής αξίας με 500 επιπλέον θερμίδες την ημέρα, ενώ οι άλλοι μισοί έλαβαν την κανονική ποσότητα θερμίδων για τα σωματαμετρικά τους χαρακτηριστικά, την ηλικία και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας τους.
Διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες απέκτησαν περίπου ένα κιλό επιπλέον λιπώδη μάζα με την υπερ-επεξεργασμένη διατροφή, ανεξάρτητα από το αν ακολουθούσαν την κανονική ή την υπερβολική θερμιδική διατροφή.
«Παρά την ισοδυναμία θερμίδων των διαφορετικών διατροφών, παρατηρήσαμε διαφορές στη συσσώρευση σωματικού βάρους μεταξύ των διατροφών, οι οποίες φαίνεται να αντανακλούν αλλαγές στη λιπώδη μάζα. Αυτή η αποσύνδεση μεταξύ της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται και του σωματικού βάρους δείχνει ότι η συνολική θερμιδική πρόσληψη δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση του σωματικού βάρους», δήλωσε η ομάδα.
«Παρέχοντας έναν σταθερό αριθμό θερμίδων στους συμμετέχοντες στη μελέτη κατά τη διάρκεια και των δύο διατροφών, καταφέραμε να προσδιορίσουμε ότι η επεξεργασμένη φύση των ίδιων των τροφίμων, ανεξάρτητα από την πρόσληψη θερμίδων και μακροθρεπτικών συστατικών, επηρεάζει πολλούς δείκτες υγείας».
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης μια «ανησυχητική» αύξηση του επιπέδου της φθαλικής ένωσης cxMINP - μιας ουσίας που χρησιμοποιείται στα πλαστικά και είναι γνωστό ότι διαταράσσει τις ορμόνες - στους άνδρες που ακολουθούσαν την υπερ-επεξεργασμένη διατροφή. Πρόσθεσαν ότι οι άνδρες που ακολουθούσαν αυτή τη διατροφή παρουσίασαν επίσης μείωση στα επίπεδα τεστοστερόνης και ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή σπέρματος.
«Μας συγκλόνισε το πόσες σωματικές λειτουργίες διαταράχθηκαν από τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, ακόμη και σε υγιείς νεαρούς άνδρες», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Romain Barrès. «Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι ανησυχητικές και υπογραμμίζουν την ανάγκη αναθεώρησης των διατροφικών οδηγιών για καλύτερη προστασία από τις χρόνιες ασθένειες».
Η κύρια συγγραφέας Jessica Preston πρόσθεσε: «Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν ότι τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα βλάπτουν την αναπαραγωγική και μεταβολική μας υγεία, ακόμη και αν δεν καταναλώνονται σε υπερβολικές ποσότητες. Αυτό δείχνει ότι είναι η επεξεργασμένη φύση αυτών των τροφίμων που τα καθιστά επιβλαβή».