Τα οικιακά πλυντήρια ρούχων αντί να εξολοθρεύουν τα παθογόνα μπορεί να μετατραπούν σε ... "φωλιά" τους και μάλιστα να τα καθιστούν πιο ανθεκτικά και στα αντιβιοτικά!
Νέα μελέτη διαπίστωσε ότι έως και τα μισά από τα οικιακά πλυντήρια ρούχων δεν μπορούν να αποστειρώνουν επαρκώς τις στολές των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, ώστε να προστατεύουν αποτελεσματικά από την εξάπλωση των λοιμώξεων.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι αυτό αποτελεί σοβαρό κίνδυνο καθώς οι νοσοκομειακές λοιμώξεις αποτελούν μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Πολλές από αυτές τις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά λοιμώξεις μπορούν να αποβούν γρήγορα θανατηφόρες, καθώς πολλές έχουν ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ 20 και 50 %.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν έξι μοντέλα οικιακών πλυντηρίων ρούχων με βάση την αποτελεσματικότητά τους στην απολύμανση των στολών των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, εξετάζοντας παράλληλα διάφορους κύκλους πλύσης και συνθήκες χρήσης απορρυπαντικών.
Επίσης, διερεύνησαν εάν τα βακτήρια απέκτησαν αντοχή στα απορρυπαντικά και εάν αυτό τα έκανε πιο ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα μισά από τα πλυντήρια δεν απολύμαναν τις στολές κατά τη διάρκεια ενός γρήγορου κύκλου, ενώ το ένα τρίτο δεν το κατάφερε ούτε στον κανονικό κύκλο.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι οι νοσηλευτές και οι γιατροί που πλένουν τις στολές τους στο σπίτι δεν τις απολυμαίνουν πλήρως, ενώ προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα βακτήρια μπορούν να μεταδοθούν μέσω των ρούχων.
Η ομάδα, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο De Montfort του Ηνωμένου Βασιλείου, εντόπισε επίσης βακτηριακά υπολείμματα που παρέμεναν στις συσκευές, καθώς και ίχνη γονιδίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά.
Το ακόμα χειρότερο είναι ότι η έρευνα επιβεβαίωσε ότι τα βακτήρια μπορούν να γίνουν ανθεκτικά στα απορρυπαντικά, γεγονός που αυξάνει την αντοχή τους σε ορισμένα αντιβιοτικά.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι τα οικιακά πλυντήρια ρούχων συχνά δεν απολυμαίνουν τα υφάσματα, επιτρέποντας στα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά βακτήρια να επιβιώσουν», ανέφεραν οι ερευνητές.
«Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών μέσω των υφασμάτων και την αντοχή στα αντιβιοτικά πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο πλένουμε τα ρούχα των εργαζομένων στον τομέα της υγείας», πρόσθεσαν.
Η μελέτη, που διεξήχθη υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας μικροβιολογίας Katie Laird, χρησιμοποίησε δείγματα υφασμάτων μολυσμένα με το βακτήριο Enterococcus faecium για να ελέγξει τις απολυμαντικές ιδιότητες έξι οικιακών πλυντηρίων.
Αυτός ο τύπος βακτηρίων μπορεί να μολύνει τον άνθρωπο και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες, όπως μηνιγγίτιδα σε νεογέννητα ή λοιμώξεις στην καρδιά.
Τα δείγματα σφραγίστηκαν σε μια μεμβράνη αδιαπέραστη από βακτήρια, η οποία επέτρεψε στους ερευνητές να τα χειριστούν χωρίς κίνδυνο μόλυνσης και εμπόδισε την εξάπλωση των μικροβίων.
Στη συνέχεια, τα έπλυναν σε νερό θερμοκρασίας 60 βαθμών Κελσίου. Σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (NHS), ένα πλύσιμο 10 λεπτών σε αυτή τη θερμοκρασία «είναι επαρκές για την απομάκρυνση σχεδόν όλων των μικροοργανισμών» από τις στολές του προσωπικού υγειονομικής περίθαλψης.
Κατά τη διάρκεια των κύκλων γρήγορου πλυσίματος, τρία από τα έξι πλυντήρια δεν θέρμαναν το νερό επαρκώς ή δεν σκότωσαν επαρκώς τα βακτήρια.
Τα άλλα τρία πράγματι κατάφεραν να φτάσουν τη θερμοκρασία του νερού στους 60 βαθμούς. Ένα αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικό με μη βιολογικό απορρυπαντικό παρά με βιολογικό.
Οι ερευνητές έλαβαν επίσης δείγματα βιομεμβρανών (βακτηριακά υπολείμματα) από το εσωτερικό 12 διαφορετικών πλυντηρίων ρούχων και βρήκαν βακτήρια που κρύβονταν σε όλα.
Σε πολλές περιπτώσεις, επιβλαβή, μερικές φορές ανθεκτικά στα αντιβιοτικά βακτήρια, όπως Acinetobacter, Pseudomonas και Mycobacterium (που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ασθένειες όπως φυματίωση και λέπρα) αποτελούσαν σημαντικό μέρος των δειγμάτων.
Ανθεκτικά στα αντιβιοτικά γονίδια βρέθηκαν επίσης σε όλα τα δείγματα, και περαιτέρω έρευνα έδειξε ότι καθώς ορισμένα βακτήρια γίνονται πιο ανθεκτικά στα απορρυπαντικά, γίνονται επίσης πιο ανθεκτικά σε ορισμένα αντιβιοτικά.
Οι ερευνητές δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό PLOS ONE.