Ο νέος, διευρυμένος όρος περιγράφει την πάθηση που μέχρι πρότινος ονομαζόταν μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος, αφού πλέον έχει εδραιωθεί η απόδειξη ότι η συσσώρευση λίπους στο συκώτι που δεν προκύπτει από κατανάλωση αλκοόλ, σχετίζεται άμεσα με μεταβολική δυσλειτουργία. Τα άτομα με αυτήν την πάθηση διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εκδήλωση σοβαρότερων ηπατικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η πρόσφατη μελέτη, μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της United European Gastroenterology, επικεντρώθηκε στο πώς τα αναψυκτικά, τόσο με ζάχαρη όσο και χωρίς, σχετίζονται με πιθανούς κινδύνους για την υγεία του ήπατος.
Αυτό που προέκυψε ως αρχική παρατήρηση είναι ότι όντως φαίνεται να υπάρχει σύνδεση η οποία μάλιστα δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος του αναψυκτικού αλλά διαμορφώνεται βάση της κατανάλωσης.
Η ποσότητα κάνει τη διαφορά
Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 103.251 συμμετέχοντες χωρίς διεγνωσμένη ηπατική πάθηση κατά την έναρξη της μελέτης. Η μέση παρακολούθηση διήρκεσε περίπου 10 χρόνια και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «949 συμμετέχοντες ανέπτυξαν MASLD και 103 πέθαναν από αιτίες που σχετίζονται με το ήπαρ».
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν τόσο την κατανάλωση αναψυκτικών όσο και τα αποτελέσματα τακτικών μαγνητικών τομογραφιών που πραγματοποιούνταν στους συμμετέχοντες ώστε να παρακολουθείται η περιεκτικότητα λίπους στο συκώτι τους.
Βάση αυτών των καταγραφών, η ημερήσια κατανάλωση περισσότερων από 330 γραμμαρίων , περίπου 1 κουτιού, αναψυκτικών οποιασδήποτε κατηγορίας συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης MASLD.
Ο κίνδυνος ήταν 50% μεγαλύτερος για τα αναψυκτικά με ζάχαρη και 60% αντίστοιχα για τα αναψυκτικά διαίτης, δηλαδή εκείνα που περιέχουν χαμηλή ή καθόλου ζάχαρη. Τα αποτελέσματα της έρευνας απέδειξαν επίσης ότι η κατανάλωση οποιουδήποτε τύπου αναψυκτικού συνδέεται και με την ποσότητα λίπους στο ήπαρ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η συσχέτιση αυτή είναι δοσοεξαρτώμενη… όσο μεγαλύτερη η κατανάλωση, τόσο υψηλότερος και ο κίνδυνος εμφάνισης της πάθησης.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι τα ποτά με χαμηλή ή καθόλου ζάχαρη, που συχνά θεωρούνται πιο υγιεινές εναλλακτικές επειδή χρησιμοποιούν υποκατάστατα, μπορεί να μην είναι εντελώς ακίνδυνα. Διαπιστώσαμε ότι η συχνή κατανάλωση εξακολουθούσε να συνδέεται με κινδύνους για την υγεία του ήπατος, γεγονός που αμφισβητεί την κοινή πεποίθηση ότι αυτά τα ποτά είναι απολύτως «ασφαλή» ή «υγιεινά» υποκατάστατα των ζαχαρούχων ποτών» τονίζει η συγγραφέας της μελέτης Lihe Liu, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Τμήμα Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστημίου Soochow.
Ο σημαντικός ρόλος του νερού
Για τις ανάγκες της μελέτης, η επιστημονική ομάδα εξέτασε αν η αντικατάσταση αναψυκτικών με άλλα διαφορετικής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, θα μπορούσε να αλλάξει τα ποσοστά αύξησης του κινδύνου, χωρίς όμως να καταγράψουν τελικά αξιόλογες μεταβολές των αρχικών παρατηρήσεων.
Μείωση, ωστόσο, προέκυπτε στην περίπτωση που αντί για ένα κουτάκι αναψυκτικού οι συμμετέχοντες κατανάλωναν στη θέση του ίση ποσότητα νερού.
Η πλήρης μελέτη δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη και η ερευνητική ομάδα σημειώνει ότι υπάρχουν περιορισμοί καθώς τα ευρήματα στηρίζονται σε στοιχεία για την κατανάλωση που έδιναν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες ενώ παράλληλα δεν είναι σαφές αν συνυπάρχουν άλλες μεταβλητές που μπορεί να επηρέασαν τις μέχρι τώρα παρατηρήσεις.
«Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διευκρινιστούν οι βιολογικοί μηχανισμοί που συνδέουν αναψυκτικά με τεχνητά γλυκαντικά με την ηπατική νόσο ώστε να διερευνηθεί αν διαφορετικοί τύποι ενέχουν διαφορετικούς κινδύνους» σημειώνει χαρακτηριστικά η Liu.
Πηγή: Medicalnewstoday