Δύο υγειονομικοί εμβολιάζονται για την COVID-19 την ίδια ημέρα. Και οι δύο παρουσιάζουν αρχικά ισχυρή αντίδραση αντισωμάτων, αλλά έξι μήνες αργότερα ο ένας παραμένει υγιής, ενώ ο άλλος προσβάλλεται από τον ιό.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Science Translational Medicine θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγηση γι' αυτό το φαινόμενο.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα επίπεδα αντισωμάτων των ατόμων μετά τον εμβολιασμό και εντόπισαν τέσσερα διαφορετικά μοτίβα ανοσολογικής αντίδρασης μετά τον πρώτο εμβολιασμό αναμνηστικής δόσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα που ξεκίνησε με τα υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, αλλά παρουσίασε ταχύτερη μείωση, μολύνθηκε νωρίτερα. Τα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων IgA(S) στο αίμα, τα οποία προστατεύουν τη μύτη και το λαιμό, διατρέχαν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η παρακολούθηση της μεταβολής των επιπέδων αντισωμάτων με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε να βοηθήσει στον εντοπισμό των ατόμων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν από τον ιό.
Με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Ναγκόγια στην Ιαπωνία, η ερευνητική ομάδα μέτρησε τα επίπεδα αντισωμάτων σε 2.526 άτομα για 18 μήνες, προκειμένου να διαπιστώσει πώς άλλαξαν οι αντιδράσεις στο εμβόλιο μεταξύ του πρώτου εμβολιασμού και των μεταγενέστερων αναμνηστικών δόσεων. Ανέπτυξαν ένα μαθηματικό σύστημα ταξινόμησης για τις αντιδράσεις στο εμβόλιο για την COVID-19 μέσα από μια μακροχρόνια παρακολούθηση και ανάλυση υπολογιστή βασισμένη σε τεχνητή νοημοσύνη, και έγιναν οι πρώτοι που προσδιόρισαν και χαρακτήρισαν συστηματικά την ομάδα της οποίας τα μέλη έχαναν γρήγορα την ανοσολογική τους θωράκιση.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ανοσολογικές αντιδράσεις χωρίζονται σε τέσσερα σαφή πρότυπα:
- ορισμένα άτομα διατήρησαν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων με την πάροδο του χρόνου (ανταπόκριση διαρκείας),
- άλλα ξεκίνησαν με υψηλά επίπεδα αλλά τα έχασαν γρήγορα (ταχεία πτώση),
- μια τρίτη ομάδα παρήγαγε λίγα αντισώματα που επίσης μειώθηκαν γρήγορα (ευάλωτη ανταπόκριση)
- και τα υπόλοιπα βρέθηκαν στο ενδιάμεσο (ενδιάμεση ανταπόκριση).
Ανοσία που κορυφώνεται νωρίς και στη συνέχεια μειώνεται
Σύμφωνα με τον Shingo Iwami, ανώτερο συγγραφέα και καθηγητή στο Μεταπτυχιακό Τμήμα Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ναγκόγια, τα αποτελέσματα για την ομάδα με ταχεία μείωση ήταν εντυπωσιακά.
«Παρά την εντυπωσιακή αρχική ανοσολογική τους απόκριση, προσβλήθηκαν από COVID-19 νωρίτερα από άλλες ομάδες, ενώ οι έχοντες ανθεκτική ανταπόκριση διατήρησαν την προστασία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι εφάπαξ εξετάσεις αίματος για αντισώματα IgG, τον τύπο αντισωμάτων που χρησιμοποιήσαμε για την ταξινόμηση, δεν μπόρεσαν να ανιχνεύσουν αυτόν τον κίνδυνο. Μόνο παρακολουθώντας τις αλλαγές κατά τη διάρκεια των μηνών διαπιστώσαμε το μοτίβο», εξήγησε.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα των οποίων τα αντισώματα μειώθηκαν ταχύτερα, είτε επειδή ξεκίνησαν σε χαμηλά επίπεδα είτε επειδή μειώθηκαν γρήγορα ), είχαν ελαφρώς μεγαλύτερη πιθανότητα να προσβληθούν νωρίτερα από μολύνσεις.
Μετά από αναμνηστικούς εμβολιασμούς, το 29% των συμμετεχόντων ανήκε στην κατηγορία των εχόντων ανθεκτική ανταπόκριση, το 28% ήταν ευάλωτης ανταπόκρισης και το 19% ήταν ταχείας μείωσης. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες παρουσίασαν ενδιάμεσα μοτίβα. Οι διαφορές στα ποσοστά λοίμωξης μετά τον εμβολιασμό μεταξύ των ομάδων ήταν μέτριες - 5,2% για τους πρώτους και 6% για τους υπόλοιπους.
Λοιμώξεις μετά τον εμβολιασμό που συνδέονται με τα επίπεδα αντισωμάτων IgA(S)
Η μελέτη αποκάλυψε επίσης ότι οι συμμετέχοντες που παρουσίασαν λοιμώξεις είχαν χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων IgA(S) στο αίμα τους αρκετές εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό. Αυτά τα αντισώματα προστατεύουν τη μύτη και το λαιμό και αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας κατά των αναπνευστικών ιών.
Είναι σημαντικό ότι οι ερευνητές βρήκαν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων IgA(S) στο αίμα και των επιπέδων IgA(S) στη μύτη, πράγμα που σημαίνει ότι οι εξετάσεις αίματος μπορούν να δείξουν με αξιοπιστία την ισχύ της ανοσολογικής προστασίας στις αναπνευστικές οδούς. Ως αποτέλεσμα, η μέτρηση των επιπέδων IgA(S) στο αίμα μετά τον εμβολιασμό μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό ατόμων με υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης μετά τον εμβολιασμό, ειδικά μεταξύ των ευάλωτων ομάδων.
Ενώ αυτά τα αποτελέσματα παρέχουν μια βάση για μελλοντική έρευνα, ο καθηγητής Iwami τόνισε τη σημασία του εντοπισμού των υποκείμενων βιολογικών μηχανισμών που ευθύνονται για τη ραγδαία μείωση των επιπέδων αντισωμάτων, προκειμένου να αναπτυχθούν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές εμβολιασμού. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει παράγοντες όπως η ηλικία, η γενετική παραλλαγή, τα ειδικά χαρακτηριστικά του εμβολίου και οι περιβαλλοντικές επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνηθειών ύπνου, των επιπέδων στρες και των φαρμάκων που λαμβάνονται ταυτόχρονα.
Πηγή: Science Daily