Η ανασκόπηση, που συνδύασε δεδομένα από 48 μελέτες που διεξήχθησαν σε διάστημα σχεδόν 50 ετών, υποδηλώνει ότι ο διαβήτης κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να έχει επιπτώσεις που ξεπερνούν τον τοκετό, επηρεάζοντας τη μνήμη, τη μάθηση και την ψυχική υγεία.
Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνήθως στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο. Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, συνήθως εξαφανίζεται μετά τη γέννηση του παιδιού. Ωστόσο, οι γυναίκες που τον εμφανίζουν έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν αργότερα διαβήτη τύπου 2.
Η πάθηση γίνεται όλο και πιο συχνή παγκοσμίως, εν μέρει επειδή περισσότερες γυναίκες ξεκινούν την εγκυμοσύνη ως υπέρβαρες και τεκνοποιούν σε μεγαλύτερη ηλικία. Σήμερα, εκτιμάται ότι αφορά περίπου μία στις επτά εγκυμοσύνες.
Αξιοσημείωτες διαφορές
Η νέα έρευνα, που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί στο ανώτατο επίπεδο, εντόπισε αξιοσημείωτες διαφορές στα αποτελέσματα για τα παιδιά που εκτέθηκαν σε διαβήτη κύησης μέσα στη μήτρα.
Κατά μέσο όρο, είχαν:
- 36% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ΔΕΠΥ,
- 56% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αυτισμό,
- 45% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αναπτυξιακές καθυστερήσεις, σε σύγκριση με τα παιδιά μητέρων με φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου κατά την εγκυμοσύνη.
- Επίσης, σημείωσαν χαμηλότερη βαθμολογία σε τεστ IQ – σχεδόν τέσσερις μονάδες λιγότερες κατά μέσο όρο – με ιδιαίτερες δυσκολίες στις λεκτικές δεξιότητες και στη συσσωρευμένη γνώση.
Για τις μητέρες, οι διαφορές ήταν πιο ήπιες αλλά μετρήσιμες. Όσες είχαν διαβήτη κύησης σημείωσαν κατά μέσο όρο 2,5 μονάδες χαμηλότερη βαθμολογία στο Montreal Cognitive Assessment, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο τεστ μνήμης, προσοχής και επίλυσης προβλημάτων. Αν και η πτώση αυτή θεωρείται μικρή, υποδηλώνει ότι ακόμα και προσωρινές αλλαγές στο σάκχαρο κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να έχουν λεπτές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία.
Βιολογικοί δείκτες
Οι ερευνητές εντόπισαν και βιολογικούς δείκτες που μπορεί να εξηγούν τα ευρήματα. Τα παιδιά μητέρων με διαβήτη κύησης είχαν χαμηλότερα επίπεδα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται BDNF (νευροτροφικός παράγοντας που προέρχεται από τον εγκέφαλο), η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, επιδιόρθωση και ανθεκτικότητα των εγκεφαλικών κυττάρων.
Παρότι η αιτία των συσχετίσεων παραμένει ασαφής, πιθανοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν τη φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες, αλλαγές στη λειτουργία του πλακούντα και υψηλά επίπεδα ινσουλίνης που επηρεάζουν τον σχηματισμό νευρικών συνδέσεων. Επιπλέον, ο ρόλος της επιγενετικής φαίνεται κρίσιμος: η διατροφή κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να τροποποιεί την ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση γονιδίων. Η βιταμίνη Β12, για παράδειγμα, έχει συνδεθεί με καλύτερη ανάπτυξη του εμβρύου, αν και τα στοιχεία δεν είναι οριστικά.
Οι πρακτικές συνέπειες των ευρημάτων
Σημαντικό είναι ότι οι μελέτες αυτές είναι μελέτες παρατήρησης, πράγμα που σημαίνει ότι δείχνουν συσχετίσεις αλλά δεν αποδεικνύουν αιτιώδη σχέση. Παράγοντες όπως τα γονίδια, το οικογενειακό περιβάλλον και οι κοινωνικές ανισότητες παίζουν επίσης ρόλο.
Ωστόσο, τα ευρήματα έχουν πρακτικές συνέπειες, καθώς:
- Υπογραμμίζουν τη σημασία της παρακολούθησης γλυκόζης στην εγκυμοσύνη.
- Αναδεικνύουν την αξία μιας υγιεινής διατροφής, της σωματικής άσκησης και της κατάλληλης ιατρικής φροντίδας.
- Δείχνουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμη υποστήριξη των μητέρων και πρώιμους ελέγχους ανάπτυξης στα παιδιά.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν πρόκειται για καταλογισμό ευθυνών. Ο διαβήτης κύησης είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων βιολογικών, γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Το μήνυμα είναι η ανάγκη για καλύτερες στρατηγικές δημόσιας υγείας και υποστηρικτικά συστήματα για τις γυναίκες και τα παιδιά.
Πηγή: The Conversation.com