Αρχικά η συγκεκριμένη γρίπη ονομάστηκε γρίπη των χοίρων, γιατί ο ιός περιέχει γονίδια από τον ιό της γρίπης των χοίρων, των πτηνών και των ανθρώπων σε έναν πρωτόφαντο συνδυασμό.
Τα συμπτώματα της γρίπης Η1Ν1 περιλαμβάνουν: αιφνίδια έναρξη υψηλού πυρετού, βήχα, πόνο στους μύες και στις αρθρώσεις. Επίσης, μπορεί να εμφανιστεί καταρροή, πονόλαιμος, πονοκέφαλος, ρίγη, αίσθημα κόπωσης, διάρροια και έμετοι.
Tα συμπτώματα τείνουν να εμφανίζονται και να κλιμακώνονται γρήγορα και είναι πιο έντονα απ' ότι τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος.
H συμπτωματολογία βελτιώνεται σε διάστημα από δύο έως και πέντε ημέρες, ωστόσο το αίσθημα καταβολής μπορεί να παραμείνει για μια εβδομάδα ίσως και περισσότερο. Πυρετός, συχνά υψηλότερος των 38°C υποδηλώνει κατά πάσα πιθανότητα την παρουσία γρίπης.
Αντίθετα τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος, συνήθως ρινική συμφόρηση και καταρροή, υπεισέρχονται προοδευτικά και διαρκούν περίπου μια εβδομάδα. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν όλα ή κάποια από αυτά τα συμπτώματα. Γαστρεντερικά ενοχλήματα όπως έμετος και διάρροια μπορεί να συνυπάρχουν, ιδίως σε παιδιά.
Η συγκεκριμένη γρίπη μεταδίδεται με τον ίδιο τρόπο που μεταδίδονται όλες οι ιώσεις, δηλαδή μέσω των σταγονιδίων που εκπέμπει στο περιβάλλον του ο ασθενής που βήχει ή φτερνίζεται.
Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και έμμεσα μέσω της επαφής των χεριών με το άψυχο περιβάλλον δηλαδή επιφάνειες, πόμολα, πληκτρολόγια Η/Υ, τηλέφωνο, διακόπτες, και άλλα σημεία όπου έχουν επικαθίσει σταγονίδια με τον ιό γρίπης. Ο ιός μπορεί να επιβιώσει στις επιφάνειες από 2 έως και 8 ώρες. Επίσης μπορεί να μεταδοθεί μέσω της επαφής των χεριών μας με τη μύτη, το στόμα ή τα μάτια.
Αν νοσήσουμε από τη νέα γρίπη, πρέπει να παραμείνουμε στο σπίτι και να αποφύγουμε τους κλειστούς χώρους και τη στενή επαφή με άλλους, κυρίως με παιδιά και άτομα υψηλού κινδύνου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον επτά ημερών.