Στην ιατρική βιβλιογραφία υπάρχουν καταγραφές περιπτώσεων ανθρώπων που η λήψη μιας διάγνωσης τούς αρκεί για νιώσουν καλύτερα. Αυτό το φαινόμενο λοιπόν έχει όνομα, αρκετά περίπλοκο είναι η αλήθεια. Εξίσου περίπλοκο, θα έλεγε κανείς, με την ερμηνεία του.
Συγκεκριμένα, ερευνητές του Πανεπιστημίου James Madison και του Πανεπιστημίου Case Western Reserve περιγράφουν ένα φαινόμενο που ονομάζουν «φαινόμενο Rumpelstiltskin», στο οποίο η ίδια η πράξη της λήψης μιας κλινικής διάγνωσης παράγει θεραπευτικό όφελος ανεξάρτητα από την ιατρική παρέμβαση.
Σε ολόκληρο τον τομέα της ιατρικής, οι διαγνωστικοί όροι που είναι τεχνικά περιγραφικοί και όχι επεξηγηματικοί συχνά μεταβάλλουν την εμπειρία του ασθενούς με βαθύ τρόπο. Προηγούμενες μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι οι διαγνωστικές ετικέτες μπορούν να μειώσουν την αυτοκριτική που φτάνει σε σημείο αυτοκατηγορίας, να προσφέρουν επιβεβαίωση και να ενισχύσουν την κοινωνική υποστήριξη.
Οι ψυχιατρικές αξιολογήσεις το αποδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο, καθώς οι ασθενείς αναφέρουν ανακούφιση και βελτίωση της ευημερίας τους μετά τη διάγνωση επίσημων διαγνωστικών ονομάτων για προβλήματα που προηγουμένως δεν είχαν κατανοηθεί, όπως μετά από μια διάγνωση ADHD.
Στο άρθρο «Το φαινόμενο Rumpelstiltskin: θεραπευτικές επιπτώσεις της κλινικής διάγνωσης», που δημοσιεύθηκε στο BJPsych Bulletin, οι ερευνητές περιγράφουν αυτό το φαινόμενο και το προτείνουν ως ένα παραμελημένο ιατρικό φαινόμενο που απαιτεί συστηματική έρευνα. Το άρθρο βασίζεται σε στοιχεία από συστηματικές ανασκοπήσεις, κλινικές αναφορές και μια ελεγχόμενη δοκιμή.
Μια προηγούμενη ανασκόπηση προσδιόρισε πέντε τρόπους με τους οποίους οι διαγνωστικές ετικέτες επηρεάζουν τους ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων, της υποστήριξης, του μελλοντικού σχεδιασμού, της συμπεριφοράς και των προσδοκιών θεραπείας.
Μια άλλη ανακάλυψε ότι οι ψυχιατρικές ετικέτες επικύρωναν τις εμπειρίες των νέων, μείωναν την αυτοκατηγορία και ενθάρρυναν την αποδοχή. Μια ελεγχόμενη μελέτη για ιατρικά ανεξήγητα συμπτώματα έδειξε ότι οι οριστικές διαγνώσεις, ακόμη και χωρίς θεραπεία, βελτίωναν τα αποτελέσματα και την ικανοποίηση σε σύγκριση με την αόριστη διαβεβαίωση.
Ανακούφιση αλλά και κίνδυνοι
Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι η ονομασία μιας πάθησης μπορεί να λειτουργήσει ως θεραπευτικός μηχανισμός μέσω πολλαπλών οδών. Αυτές περιλαμβάνουν την παροχή μιας ιατρικής οπτικής για την αυτογνωσία, την προσφορά μιας αφηγηματικής δομής στο πόνο, τη διευκόλυνση της κοινωνικής ταυτότητας και υποστήριξης, την επίκληση της τελετουργικής δύναμης που συνδέεται με την ιατρική εξουσία και την ανακούφιση της αβεβαιότητας.
Μόλις γίνει γνωστή, μια διάγνωση μπορεί να προσφέρει στους ασθενείς τρόπους να ασκήσουν έλεγχο και να έχουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουν την ασθένεια. Ταυτόχρονα, η ονομασία μπορεί επίσης να εισάγει κινδύνους όπως το στίγμα, την αποξένωση, τους εσωτερικευμένους περιορισμούς και τον επαναπροσδιορισμό των φυσιολογικών εμπειριών ως ιατρικά προβλήματα. Αυτά τα πολύ διαφορετικά αποτελέσματα είναι ίσως ένα σημάδι ότι ο τρόπος με τον οποίο ένας γιατρός παρουσιάζει μια διάγνωση μπορεί να είναι κρίσιμος.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ίδια η διάγνωση πρέπει να θεωρείται μια παρέμβαση με θεραπευτικό αλλά και αρνητικό δυναμικό αποτέλεσμα. Ζητούν ποιοτικές και ποσοτικές μελέτες για να εξετάσουν πώς λειτουργεί η ονομασία σε κλινικά πλαίσια και πώς αλληλεπικαλύπτεται με συναφή φαινόμενα, όπως το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου.
Η αναγνώριση του φαινομένου Rumpelstiltskin θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι κλινικοί ιατροί διαμορφώνουν τις διαγνωστικές συνομιλίες και τον τρόπο με τον οποίο οι ασθενείς κατανοούν τις δικές τους παθήσεις, με ευρείες επιπτώσεις στην ιατρική πρακτική και τη δημόσια υγεία.