Σύμφωνα με τον υφυπουργό, στο παρελθόν υπήρξε πολύ χαμηλή χρηματοδότηση στην Υγεία, ενώ το σύστημα ήταν ανοργάνωτο και οι διαδικασίες αδιαφανείς. Τα τελευταία χρόνια έχουμε, όπως είπε, μια πολύ σημαντική αύξηση κατά 120% στην Υγεία, ενώ στα νοσοκομεία η αύξηση αυτή ανήλθε στο 74% σε σχέση με το ΑΕΠ. Μόλις εντός ενός έτους, δηλαδή από το 2023 μέχρι το 2024 η χρηµατοδότηση στο ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 20%.
Παραδέχθηκε, ωστόσο, πως η χρηματοδότηση στην Παιδεία και την Υγεία είναι χαμηλότερη και ο λόγος είναι ότι ως χώρα έχουμε υψηλότερη χρηματοδότηση στις αμυντικές δαπάνες. Παρόλα αυτά, το πεδίο αλλάζει σιγά-σιγά και δίνεται βαρύτητα στην κοινωνική χρηματοδότηση.
Ο κ. Μάριος Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι πρέπει να οργανωθεί η ροή των οικονομικών στα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας, σημειώνοντας ότι το 2024, ήταν η πρώτη χρονιά που είχαν προϋπολογισμούς το πρώτο δεκαήμερο του έτους και επίσης η πρώτη χρονιά που δεν ζήτησαν έξτρα χρηματοδότηση από το υπουργείο Οικονομικών στη μέση του έτους.
Όπως ανέφερε, έχουν καταρτιστεί οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων στη βάση ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και σε αυτό βοηθά η χρήση των DRGs για τον υπολογισμό της δαπάνης όλων των νοσοκομείων. Το 2025, με την εφαρμογή των DRGs τα νοσοκομεία θα χρηματοδοτούνται ανάλογα με το παραγόμενο έργο. Η εφαρμογή τους αναμένεται στο εξής να βοηθήσει στον έλεγχο των δαπανών.
Η δαπάνη υγείας ως επένδυση
Για το πώς πρέπει να μεταστραφεί η δαπάνη υγείας σε επένδυση, με στόχο την καλύτερη φροντίδα για τον ασθενή μίλησε ο γενικός διευθυντής της Sanofi Ελλάδος, Ουγγαρίας & Ουκρανίας, Anthony Aouad. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει πολύ καλός τομέας βιομηχανίας φαρμάκου και εξαγωγών στην Ελλάδα. «Έχουμε έξυπνους ανθρώπους και υποδομές», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα πρέπει να εστιάσει στη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην αύξηση των κλινικών μελετών και πάνω από όλα στη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού. Οι εταιρείες, όπως είπε, χρειάζονται ένα «βιώσιμο φορολογικό σύστημα στο μέλλον, για να ξέρουν τι μέλλει γενέσθαι».
Η φαρμακοβιομηχανία πρέπει να είναι στρατηγικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα όπως η Άμυνα, τόνισε ο κ. Aouad, υπογραμμίζοντας ότι ο τομέας της φαρμακοβιομηχανίας και η δημόσια δαπάνη ωφελούν στην οικονομία της Ελλάδας γιατί συνεισφέρουν στην οικογένεια και την κοινωνία.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Στο πώς λειτούργησε το σύστημα Υγείας στην Ιταλία για να γίνει πιο αποδοτικό, αναφέρθηκε ο γενικός διευθυντής της Merck SA για Ελλάδα και Κύπρο, Fabrizio Bocchetti. Με αρχές την αξιολόγηση του φαρμάκου για την κλινική ανάγκη, την προστιθέμενη αξία, συνέπεια και υψηλότερη αποτελεσματικότητα και την ποιότητα της κλινικής τεκμηρίωσης, η Ιταλία κατάφερε να λανσαριστούν 156 καινοτόμα προϊόντα τα τελευταία 8 έτη, όπως είπε.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, είπε ότι αποτελεί πρόκληση η χαμηλή χρηματοδότηση, καθώς και τα δυσανάλογα βάρη που καλείται να πληρώσει η βιομηχανία. «Υπάρχει ανισορροπία στις δαπάνες και ελλιπής έλεγχος στη συνταγογράφηση», τόνισε.
«Δίκαιο και ανθεκτικό σύστημα»
Η Παυλίνα Καρασιώτου, γενική γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, στην τοποθέτησή της εξήγησε ότι το ζητούμενο είναι ένα δίκαιο και ανθεκτικό σύστημα και αυτό χρειάζεται ένα σταθερό περιβάλλον. Εξήγησε επίσης ότι θα έχουμε αύξηση του ορίου της χρηματοδοτικής δαπάνης κατά 100 εκατ. κάθε χρόνο στην Υγεία, ενώ τόνισε ότι οι συνολικές δαπάνες υγείας έχουν αυξητική πορεία τα τελευταία χρόνια, από 11,9 δισ. το 2023 φτάσαμε στα 13 δισ. το 2025.
Ωστόσο, είπε χαρακτηριστικά: «Ακούω συχνά να λέγεται ότι η χρηματοδότηση της Υγείας δεν είναι κόστος, είναι επένδυση. Το δέχομαι επί της αρχής, αλλά θέλω στοιχεία να το δικαιολογούν αυτό, για να ξέρω τα άμεσα αποτελέσματα αυτής της επένδυσης. Για παράδειγμα, τι κερδίζω σε ώρες εργασίας, στο επίπεδο των φροντιστών, πόσο κερδίζω από τα επιδόματα μειώνοντας την ασθένεια ή την αναπηρία, κλπ».
Στη συνέχεια, ανακοίνωσε ότι μέσα στην εβδομάδα θα νομοθετηθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες, καθώς τελείωσε η διαβούλευση. Σύμφωνα με την ίδια, το κράτος οφείλει να δείχνει συνέπεια στους στόχους για τις δαπάνες και δεν μπορεί να ξεφύγει.
Η Ελλάδα στο μέλλον της καινοτομίας
Ο Γιώργος Κουρέπης, διευθυντής της Deloitte Ελλάδος, τόνισε από την πλευρά του την επιτακτική ανάγκη να επικαιροποιηθούν οι προτάσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν για τις αλλαγές στην Υγεία. Η δαπάνη συνολικά αυξάνεται στην Ελλάδα και ο κλάδος δείχνει προβληματισμένος, όπως έδειξε έρευνα που έγινε, αναφορικά με το αν η Ελλάδα θα χάσει στο μέλλον το πεδίο της καινοτομίας.
Το ζήτημα, όπως είπε, δεν είναι να δώσουμε μόνο παραπάνω χρήματα στο σύστημα, αλλά να δομήσουμε ένα σύστημα που θα μας πάει στην επόμενη μέρα. Παράλληλα, είναι εξαιρετικά σημαντικό, η σχέση Πολιτείας και βιομηχανίας να είναι ασθενοκεντρική, να υπάρχει δίκαιη πρόσβαση, κανάλια εξισορρόπησης και διαφάνεια, για να βλέπουμε τι μεγιστοποιεί τα οφέλη στο σύστημα, δομώντας με βάση την αξία.
Μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές
Τέλος, ο Κυριάκος Σουλιώτης, καθηγητής Πολιτικής Υγείας, κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στην τοποθέτησή του σημείωσε ότι το δημοσιονομικό περιβάλλον έχει μεγάλες και ξαφνικές αλλαγές και υπάρχει αβεβαιότητα, ωστόσο η καινοτομία καλπάζει και πρέπει να δούμε πώς θα την αποκτήσουμε.
Πόσα παραπάνω χρειαζόμαστε είναι το ερώτημα, σημείωσε ο καθηγητής, συμπληρώνοντας πως «χρειαζόμαστε δεδομένα για να δώσουμε απάντηση. Πρέπει να δούμε πού υπάρχει σπατάλη. Δώσαμε τεράστια μάχη για τα δεδομένα στη χώρα αλλά δεν έχουμε πραγματικά στοιχεία».
Η δημόσια δαπάνη είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τις άλλες χώρες, αλλά η δαπάνη στα νοσοκομεία είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από τις άλλες χώρες. Επίσης, έχουμε ανάγκη για ενίσχυση της κλινικής έρευνας, η οποία θα δώσει σημαντικά κίνητρα και οικονομικά, αλλά πάει πίσω λόγω της γραφειοκρατίας. «Νομίζω ότι πρέπει να δοθούν παραπάνω κίνητρα στους πολίτες για ιδιωτική ασφάλιση», είπε.
Κλείνοντας, χαρακτήρισε εμπροσθοβαρή τη χρηματοδότηση που ζητάνε όλοι, καθώς δεν υπάρχουν δεδομένα και ανάλυση για το «πού, πώς και πόσα».