Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Υγιεινής των Χεριών, μια νέα έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) αποκαλύπτει ότι το 3,1 % των ασθενών σε μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας είχαν τουλάχιστον μία λοίμωξη που συνδέεται με την υγειονομική περίθαλψη . Ενώ ορισμένες τέτοιες λοιμώξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα, άλλες μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ατόμων που προσβάλλονται.
Η έρευνα, που διεξήχθη το 2023 και το 2024, επισημαίνει σοβαρές ελλείψεις στα μέτρα πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων καθώς και στη διαχείριση των αντιβιοτικών σε μονάδες που φροντίζουν μερικούς από τους πιο ευάλωτους πολίτες της Ευρώπης, τους ηλικιωμένους.
«Τα αξιόπιστα δεδομένα αποτελούν τη βάση για την αποτελεσματική δράση. Η έρευνα αυτή δείχνει ότι πρέπει να προστατεύσουμε καλύτερα τους κατοίκους των μονάδων μακροχρόνιας φροντίδας μέσω στρατηγικών βασισμένων σε στοιχεία, ενισχυμένης επιτήρησης και σταθερής δέσμευσης για πραγματική αλλαγή», δήλωσε ο Piotr Kramarz, επικεφαλής επιστήμονας του ECDC.
Οι πιο συχνές λοιμώξεις που αναφέρθηκαν ήταν λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος , λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και λοιμώξεις του δέρματος.
Μεταξύ των επιβεβαιωμένων λοιμώξεων, ο Escherichia coli ήταν ο μικροοργανισμός που εντοπίστηκε συχνότερα, ακολουθούμενος από τον SARS-CoV-2, τον Klebsiella pneumoniae και τον Staphylococcus aureus. Ωστόσο, μόνο μία στις πέντε λοιμώξεις επιβεβαιώθηκε μικροβιολογικά, γεγονός που εγείρει ανησυχίες σχετικά με την υποδιάγνωση και τη θεραπεία χωρίς οριστικά στοιχεία.
Περισσότερο από το 4 % των ασθενών λάμβαναν τουλάχιστον ένα αντιμικροβιακό φάρμακο κατά τη στιγμή της έρευνας, με σχεδόν το ένα τρίτο αυτών των συνταγών να χορηγούνται για λόγους προφύλαξης. Οι ουρολοιμώξεις ήταν η κύρια ένδειξη τόσο για θεραπεία όσο και για προφυλακτική χρήση.
Η έρευνα αξιολόγησε επίσης τον βαθμό προετοιμασίας των εγκαταστάσεων για την πρόληψη λοιμώξεων και την ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών. Αν και σχεδόν όλες οι σχετικές μονάδες είχαν θεσπίσει πρωτόκολλα υγιεινής των χεριών, μία στις πέντε δεν διέθετε προσωπικό εκπαιδευμένο ανάλογα. Λιγότερο από το ήμισυ διέθετε σχετική επιτροπή και σχεδόν το 40% δεν είχε κανένα στοιχείο προγράμματος διαχείρισης αντιβιοτικών. Επιπλέον, λιγότερο από μία στις δέκα παρείχε εκπαίδευση σχετικά με τις ορθές πρακτικές συνταγογράφησης αντιβιοτικών.
Τέσσερις στις πέντε μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας ανέφεραν ότι χρησιμοποιούσαν αλκοολούχα αντισηπτικά χεριών ως κύρια μέθοδο υγιεινής των χεριών, ενώ μία στις πέντε βασιζόταν κυρίως στο πλύσιμο με νερό και σαπούνι. Ωστόσο, σχεδόν το ένα τρίτο των μονάδων δεν διέθετε τακτικό σύστημα για την παρακολούθηση της υγιεινής των χεριών και την παροχή ανατροφοδότησης στο προσωπικό.
Σε απάντηση στα ευρήματα αυτά, το ECDC καλεί τις εθνικές υγειονομικές αρχές και τους διευθυντές των μονάδων μακροχρόνιας φροντίδας να:
- ενισχύσουν τα συστήματα ελέγχου και διαχείρισης λοιμώξεων στις Μονάδες Μακροχρόνιας Φροντίδας με την εκπαίδευση του προσωπικού, την κατανομή πρόσθετων πόρων, τη βελτίωση της επιτήρησης και την προώθηση σαφών κατευθυντήριων γραμμών και μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης
- καθιερώσουν την απολύμανση των χεριών με αλκοόλη ως την κύρια μέθοδο υγιεινής των χεριών βελτιώσουν τις πρακτικές συνταγογράφησης αντιμικροβιακών φαρμάκων, εστιάζοντας στην ορθολογικοποίηση της προφυλακτικής χρήσης.
"Αυτές οι δράσεις είναι απαραίτητες για την προστασία της υγείας των κατοίκων των μονάδων μακροχρόνιας φροντίδας και για τον περιορισμό της εξάπλωσης της αντοχής στα αντιμικροβιακά φάρμακα σε ολόκληρη την Ευρώπη.", καταλήγει η σχετική ανακοίνωση του οργανισμού.