«Πρόκειται για μια διαταραχή που επηρεάζει τη μυελίνη, τη λιπώδη ουσία που περιβάλλει τις αποφυάδες των νευρικών κυττάρων, με αποτέλεσμα τη διακοπή της ομαλής μετάδοσης των νευρικών σημάτων», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Βουμβουράκης Διευθυντής – Υπεύθυνος Τμήματος Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας στο Metropolitan Hospital, Ομότιμος Καθηγητής Νευρολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αιτίες και παράγοντες κινδύνου
«Αν και η ακριβής αιτία της σκλήρυνσης κατά πλάκας παραμένει άγνωστη, η νόσος θεωρείται πιθανότατα αυτοάνοση. Έχουν εντοπιστεί διάφοροι παράγοντες που ενδέχεται να συμβάλλουν στην εμφάνισή της, όπως γενετική προδιάθεση, περιβαλλοντικοί παράγοντες και λοιμώξεις. Μεταξύ των λοιμωδών παραγόντων που έχουν συσχετιστεί με την πάθηση, ξεχωρίζει ο ιός της λοιμώδους μονοπυρήνωσης (Epstein-Barr virus). Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα που έχουν νοσήσει από τον ιό στην παιδική ηλικία έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο σε μεταγενέστερο στάδιο», αναφέρει.
Συμπτώματα και διάγνωση
Τα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και μπορεί να εμφανιστούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό. Τα πιο συνηθισμένα περιλαμβάνουν:
- Μουδιάσματα και αισθητικές διαταραχές στα άκρα, ιδιαίτερα στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών.
- Διαταραχές στην όραση, όπως θόλωση ή διπλωπία.
- Δυσλειτουργίες του ουροποιητικού συστήματος, όπως επιτακτική ούρηση ή δυσκολία στην ούρηση.
Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, με συχνότερη εκδήλωση μεταξύ 20 και 40 ετών. Πρόκειται για την κύρια αιτία κινητικών δυσκολιών στις παραγωγικές ηλικίες, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των διαγνώσεων και σε παιδιά.
Θεραπευτική προσέγγιση και πρόγνωση
«Η θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας είναι εξατομικευμένη, καθώς κάθε ασθενής παρουσιάζει διαφορετική εξέλιξη της νόσου. Παρότι η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν είναι ιάσιμη, οι διαθέσιμες θεραπείες μπορούν να συμβάλουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων, την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Παρά τις προκλήσεις που συνεπάγεται η πάθηση, οι ασθενείς μπορούν να διατηρήσουν έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής, αρκεί να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και σωστή ιατρική παρακολούθηση», καταλήγει ο κ. Βουμβουράκης.