Μια ανασκόπηση 118 μελετών από 28 χώρες της Β. Αμερικής, Ευρώπης, Ωκεανίας, Ασίας, Αφρικής και Ν. Αμερικής (κατά σειρά αριθμού μελετών που περιλήφθηκαν) που δημοσιεύθηκε στο Journal of Infection, το επιβεβαίωσε. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 9,4% του πληθυσμού είναι αλλεργικό στην πενικιλίνη, με την επισήμανση ότι η πλειονότητα του πληθυσμού που μελετήθηκε προερχόταν από χώρες υψηλού εισοδήματος, διότι ελάχιστες ήταν οι μελέτες από χώρες χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος που ανέφεραν επικράτηση της αλλεργίας στην πενικιλίνη.
Η «ταμπέλα»
Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτοχαρακτηρίζονται ως αλλεργικοί, χωρίς προηγουμένως να έχουν υποβληθεί σε διαγνωστική εξέταση - απλώς κάποια στιγμή στο παρελθόν έλαβαν τη συγκεκριμένη κατηγορία αντιβιοτικών και παρουσίασαν παρενέργειες.
Αυτή η “ταμπέλα” του αλλεργικού οδηγεί τους γιατρούς να συστήνουν συνδυασμούς αντιβιοτικών δεύτερης γραμμής, ευρύτερου φάσματος, λιγότερο αποτελεσματικά δηλαδή φάρμακα, που είναι πιθανόν να προκαλέσουν αντιμικροβιακή αντοχή, παράταση της ασθένειας και μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας.
Δεδομένου του υψηλού ποσοστού ασθενών που φέρουν ψευδώς τον χαρακτηρισμό «αλλεργικός στην πενικιλίνη», ενώ θα μπορούσαν να την ανεχθούν με ασφάλεια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει την αξιολόγηση της ύπαρξης αλλεργίας από ειδικευμένους αλλεργιολόγους.
Πότε εμφανίζονται οι αλλεργίες σε φάρμακα
«Οι αλλεργίες σε φάρμακα εμφανίζονται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά σε μια ουσία σαν να είναι εχθρός και προετοιμάζεται να του επιτεθεί. Ο πιο συχνός “ένοχος” στις αυτοαναφερόμενες φαρμακευτικές αλλεργίες είναι η πενικιλίνη, η οποία ανήκει σε μια σημαντική ομάδα αντιβιοτικών που ονομάζονται β-λακτάμες.
Πρόκειται για αντιβιοτικά που είναι πολύ αποτελεσματικά στην εξάλειψη λοιμώξεων του δέρματος, των αυτιών, των παραρρινίων κόλπων, έναντι της πνευμονίας, της μηνιγγίτιδας, της ουρολοίμωξης, της βλεννόρροιας και της σύφιλης και πολλών άλλων παθήσεων.
Η πενικιλίνη πράγματι εμφανίζει συχνές παρενέργειες και ανεπιθύμητες ενέργειες, αλλά ευθύνεται για πολύ λίγες πραγματικές αλλεργίες, δηλαδή για εκείνες που προκαλούν την παραγωγή συγκεκριμένων αντισωμάτων, γνωστά ως ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE) και ανοσοσφαιρίνη G (IgG)», εξηγεί ο δρ Θεόδωρος Σεραφείμ Τερσιπαζόγλου, Αλλεργιολόγος Παίδων και Ενηλίκων.
Τα αντισώματα αυτά μπορούν να προκαλέσουν οξείες και υποξείες αλλεργικές αντιδράσεις αντίστοιχα. Οι πρώτες εμφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά έως μία με δύο ώρες μετά τη λήψη της πενικιλίνης και περιλαμβάνουν αιφνίδια αναφυλαξία με υπόταση, βρογχόσπασμο, αγγειοοίδημα και κνίδωση. Οι δεύτερες προκύπτουν ακόμα και 10 μέρες μετά την έναρξη της θεραπείας και οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν κνίδωση, πυρετό και αρθραλγίες.
Τα συμπτώματα
Τα περισσότερα συμπτώματα που εμφανίζουν κάποιοι ασθενείς όταν παίρνουν πενικιλίνη όπως εξανθήματα, ναυτία, πονοκεφάλους, υπνηλία, στομαχικές διαταραχές, δεν προκαλούνται από αλλεργία αλλά είναι άμεσες επιδράσεις των φαρμάκων στους ιστούς του σώματος και δεν εμπλέκουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Είναι παρενέργειες που δεν απαγορεύουν τη λήψη πενικιλίνης.
Δυστυχώς, η εμφάνιση ή όχι αλλεργικής αντίδρασης δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ένα άτομο που ανέχτηκε την πενικιλίνη στο παρελθόν μπορεί να εμφανίσει αλλεργία κάποια επόμενη φορά που θα την πάρει ή το αντίστροφο.
Η εξέταση ευαισθησίας στην πενικιλίνη είναι ο μόνος τρόπος να επιβεβαιωθεί ή όχι η ύπαρξή της. Με ένα αρνητικό αποτέλεσμα ο ασθενής να ελευθερωθεί από τον φόβο και να μπορεί να την περιλάβει στα ασφαλή γι’ αυτόν αντιβιοτικά.
«Η εξέταση πραγματοποιείται μόνο εάν ο αλλεργιολόγος πιστεύει ότι είναι ασφαλές να προβεί ο ασθενής σε αυτήν και εάν υπάρχει μικρή πιθανότητα αλλεργικής αντίδρασης.
Μετά τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού, χορηγεί μια πολύ μικρή ποσότητα του εν λόγω φαρμάκου στο δέρμα με μια μικροσκοπική βελόνα. Εάν δεν υπάρξει αντίδραση μετά από μερικά λεπτά, θεωρείται σχετικά ασφαλής η χορήγηση πενικιλίνης, αντί για αντιβιοτικά ευρέος φάσματος.
Θετική δερματική εξέταση
Εάν προκληθεί αντίδραση (κόκκινο, κνησμώδες, υπερυψωμένο εξόγκωμα), τότε το αποτέλεσμα είναι θετικό. Μια θετική δερματική εξέταση υποδεικνύει την παρουσία αντισωμάτων IgE στην πενικιλίνη και αποκλείει αμέσως τη χρήση της, όπως και των σχετικών β-λακταμικών αντιβιοτικών. Ωστόσο, ορισμένες φορές κρίνεται απαραίτητη η προσπάθεια απευαισθητοποίησης του ασθενή, χορηγώντας μικρές, σταδιακά αυξανόμενες δόσεις πενικιλίνης από το στόμα ή ενδοφλεβίως σε ελεγχόμενο νοσοκομειακό περιβάλλον.
«Όταν κάποιος δεν ξέρει εάν έχει πραγματική αλλεργία στην πενικιλίνη, δεν μπορεί να λάβει ούτε παράγωγά της ούτε φάρμακα από μια συγγενή κατηγορία αντιβιοτικών που ονομάζονται κεφαλοσπορίνες, αφού υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να είναι αλλεργικός και σε αυτές. Αντί αυτών υποχρεώνεται να πάρει υποκατάστατα, που είναι πιθανόν να μην αντιμετωπίζουν το ίδιο καλά τη λοίμωξη που τους ταλαιπωρεί.
Αντιθέτως, η τεκμηριωμένη γνώση της μη ύπαρξη πραγματικής αλλεργίας στην πενικιλίνη αυξάνει τις επιλογές θεραπείας αλλά και προφύλαξης του οργανισμού, όπως για παράδειγμα πριν από μια χειρουργική επέμβαση», καταλήγει ο δρ Τερσιπαζόγλου.