Η εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών βάζει σε δοκιμασία αυτή την ισορροπία και τώρα μια νέα μελέτη μεγαλώνει τη λίστα με επιπλέον συνταγογραφούμενα φάρμακα που φαίνεται ότι επηρεάζουν αρνητικά το μικροβίωμα.
Μάλιστα, οι αρνητικές τους επιδράσεις μπορεί να παραμείνουν ακόμα και χρόνια μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής σημειώνουν οι ερευνητές της πρόσφατης εργασίας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό mSystems της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Πώς έγινε η μελέτη
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 2.509 εθελοντές, ηλικίας 23-89 ετών, αναλύοντας συνολικά τις επιδράσεις 186 φαρμάκων. Από αυτά, 167 αποδείχθηκε ότι επηρέασαν το μικροβίωμα και 78 είχαν μακροχρόνιες επιπτώσεις που διαρκούσαν για μεγάλο διάστημα ακόμα και μετά τον τερματισμό της φαρμακευτικής αγωγής.
Οι πλέον μετρήσιμες αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου παρατηρήθηκαν σε άτομα που είχαν λάβει:
- Αντιβιοτικά — φάρμακα που αντιμετωπίζουν βακτηριακές λοιμώξεις εξουδετερώνοντας βακτήρια ή σταματώντας τον πολλαπλασιασμό τους
- Αντικαταθλιπτικά — σκευάσματα που επιδρούν στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου με στόχο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης
- Αντιψυχωσικά — αγωγή που σχετίζεται με ορισμένες ψυχικές παθήσεις, όπως η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή
- Βήτα-αναστολείς — φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία καρδιαγγειακών συμπτωμάτων, όπως η στηθάγχη και η υψηλή αρτηριακή πίεση
- Διγουανίδες — η ουσία μετφορμίνη, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2
- Αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPIs), που συνταγογραφούνται για τη θεραπεία της παλινδρόμησης οξέος και των στομαχικών ελκών
- Βενζοδιαζεπίνες, αγωγή που δίνεται για αντιμετώπιση του άγχους και για διαταραχές ύπνου
Ποια φάρμακα έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο;
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι αρνητικές επιδράσεις στο εντερικό μικροβίωμα δεν σχετίζονται μόνο με το είδος των φαρμάκων. Η βαρύτητα τους επίσης επηρεάζεται από την δόση και το διάστημα που διαρκεί η αγωγή.
Για κάποιες κατηγορίες σκευασμάτων όπως τα αντιβιοτικά, τους βήτα-αναστολείς, τα παράγωγα βενζοδιαζεπινών, τα γλυκοκορτικοειδή, τους αναστολείς αντλίας πρωτονίων, τις διγουανίδες και τα αντικαταθλιπτικά, ο αντίκτυπος μπορεί να διατηρηθεί ακόμα και πολλά χρόνια μετά την τελευταία λήψη, σημειώνουν.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν ότι ακόμη και παρελθοντική χρήση ναρκωτικών ουσιών μπορεί να αφήσει ένα διαρκές αποτύπωμα. Ταυτόχρονα, διαπιστώσαμε ότι ακόμη και εντός της ίδιας κατηγορίας φαρμάκων, μεμονωμένα φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν το μικροβίωμα με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Εάν δύο φάρμακα λειτουργούν εξίσου καλά, οι γιατροί μπορούν να επιλέξουν αυτό που έχει μικρότερο αντίκτυπο στο μικροβίωμα του εντέρου», σημειώνει ο Elin Org, PhD, επικεφαλής της Ομάδας Έρευνας Μικροβιώματος στο Πανεπιστήμιο του Tartu και ένας εκ των μελών της συγγραφικής ομάδας της μελέτης.
Λόγου χάρη ανάμεσα σε διάφορες βενζοδιαζεπίνες, ομάδα φαρμάκων που συνταγογραφείται ευρέως σε αγχολυτικές αγωγές, η αλπραζολάμη διαπιστώθηκε ότι έχει πολύ ευρύτερο αντίκτυπο στο μικροβίωμα από τη διαζεπάμη.
Πώς επηρεάζουν τα φάρμακα το μικροβίωμα του εντέρου;
Από τότε που ανακαλύφθηκε το μικροβίωμα στις αρχές του 1900, κάθε σχετική μελέτη επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που παίζουν για την γενική υγεία του οργανισμού τα περίπου 100 τρισεκατομμύρια βακτήρια, μύκητες και λοιποί μικροοργανισμοί που ζουν στο ανθρώπινο έντερο.
Ένα υγιές μικροβίωμα αποτελεί στην ουσία μια εύρυθμη κοινότητα υψηλής ποικιλομορφίας μικροοργανισμών η οποία συμβιώνει αρμονικά με τον ανθρώπινο ξενιστή του.
Ωστόσο, παράγοντες όπως η διατροφή, τα αντιβιοτικά και η ηλικία μπορούν να αλλάξουν το μικροβίωμα του εντέρου και αυτή η διαταραχή συνδέεται με ασθένειες όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), η παχυσαρκία, οι αλλεργικές διαταραχές και το άσθμα, ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα αντιβιοτικά, ιδιαίτερα τα ευρέος φάσματος, επηρεάζουν το μικροβίωμα καθώς στοχεύουν αδιακρίτως όλα τα βακτήρια προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν εκείνα που έχουν προκαλέσει κάποια λοίμωξη.
Άλλα φάρμακα, ωστόσο, δρουν με διαφορετικούς τρόπους, όπως εξηγεί ο Babak Firoozi, MD, γαστρεντερολόγος στο Ιατρικό Κέντρο MemorialCare Orange Coast.
«Φάρμακα όπως τα αντικαταθλιπτικά, οι βήτα-αναστολείς και οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν να επηρεάσουν την κινητικότητα του εντέρου, η οποία με τη σειρά της πιθανότατα επηρεάζει τα βακτήρια του εντέρου επιβραδύνοντας τη διέλευση μέσω του εντερικού σωλήνα. Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων επίσης έχουν από καιρό συνδεθεί με επίδραση στο μικροβίωμα, κυρίως επειδή εξαλείφουν το γαστρικό οξύ, έναν παράγοντα βασικής άμυνας κατά της ανάπτυξης βακτηρίων», τονίζει ο Firoozi.
Ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές επιπτώσεις
Η βασική παράμετρος ελαχιστοποίησης των αρνητικών επιδράσεων στο μικροβίωμα αφορά στη λήψη φαρμάκων μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες γιατρού και για όσο διάστημα χρειάζεται, λένε οι ειδικοί.
«Ιδιαίτερα με τις βενζοδιαζεπίνες, η μακροχρόνια χρήση θα πρέπει να αποθαρρύνεται έντονα, καθώς οδηγεί εύκολα σε εξάρτηση και συνδέεται με γνωστική εξασθένηση. Για τα φάρμακα PPI, η ανάγκη συνέχισης της φαρμακευτικής αγωγής θα πρέπει να συζητείται τουλάχιστον κάθε 2 μήνες, με κάθε δυνατή προσπάθεια να διακοπεί», σημειώνει ο Firoozi.
Επιπλέον, συστήνει μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και χαμηλά λιπαρά, χαμηλή κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων και τακτική άσκηση, παράγοντες που προωθούν συνολικά την καλή εντερική υγεία.
Πηγή: MEDICALNEWSTODAY





