Όπως και το ερώτημα που προκύπτει κάθε φορά. «Γιατί κλαίει το μωρό; Πεινάει; Πονάει; Φοβάται; Μήπως απλώς νιώθει μοναξιά;» Για γενιές, επισημαίνει ο καθηγητής Νευροεπιστημών & Βιοακουστικής στο Πανεπιστήμιο Saint-Etienne, Nicolas Mathevon, η κοινή κοινωνική παραδοχή ήταν ότι η κατανόηση του κλάματος ενός μωρού, αυτού του πρωταρχικού τρόπου ομιλίας θα έλεγε κανείς, είναι θέμα διαίσθησης, ενός «μητρικού ενστίκτου» που επιτρέπει σε μια μητέρα να μαντεύει τις ανάγκες του παιδιού της.
Η κοινωνία, λέει ο Δρ. Mathevon, συχνά ενισχύει αυτήν την ιδέα, δημιουργώντας μια ελίτ τάξη σχεδόν υπερφυσικών ψυχικά γονέων που φαίνεται να γνωρίζουν τα πάντα, ωστόσο την ίδια στιγμή κάποιοι μένουν πίσω αισθανόμενοι ανεπαρκείς και ένοχοι όταν δεν μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν εγκαίρως το μήνυμα που κρύβεται πίσω από ένα βρεφικό κλάμα…
Στο μονοπάτι που δείχνει η φύση
Ως ερευνητής βιοακουστικής, ο Nicolas Mathevon, πέρασε χρόνια μελετώντας την επικοινωνία των ζώων - από τις απαλές κραυγές των νεοσσών κροκοδείλων που συγχρονίζουν την εκκόλαψή τους και πιέζουν τον γονέα να σκάψει τη φωλιά, μέχρι τις κραυγές των σπίνων που επιτρέπουν την αναγνώριση του συντρόφου τους.
«Έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα, στρέφοντας την προσοχή μου στο δικό μας είδος, ότι τα κλάματα των ανθρώπινων μωρών κρύβουν το ίδιο, αν όχι περισσότερο μυστήριο», λέει.
Όπως υποστηρίζει, το πρώτο και ίσως πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να γνωρίζει κάθε γονέας είναι είναι το εξής: δεν μπορείτε να καταλάβετε γιατί κλαίει το μωρό σας μόνο από τον ήχο του κλάματος.
Καταρρίπτοντας τον μύθο της «γλώσσας του κλάματος»
Πολλοί γονείς αισθάνονται τεράστια πίεση να γίνουν «ειδικοί στο κλάμα» και μια ολόκληρη βιομηχανία έχει δημιουργηθεί για να εκμεταλλευτεί αυτό το άγχος. Υπάρχουν εφαρμογές, συσκευές και ακριβά εκπαιδευτικά προγράμματα που υπόσχονται να μεταφράσουν το κλάμα του μωρού, ερμηνεύοντας τις ανάγκες του: «Πεινάω», «άλλαξε μου την πάνα», «έχω κουραστεί». Η έρευνά μας, λέει ο καθηγητής, δείχνει ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι.
Ο ίδιος και η ομάδα του, προκειμένου να γτάσουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, πραγματοποίησαν μια ευρείας κλίμακας μελέτη. Τοποθέτησαν αυτόματες συσκευές εγγραφής στα δωμάτια 24 μωρών, καταγράφοντάς τα συνεχώς για δύο ημέρες κάθε φορά σε διαφορετικές ηλικιακές φάσεις, κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μηνών της ζωής τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα τεράστιο σύνολο δεδομένων; 3.600 ώρες ηχογραφήσεων που περιείχαν σχεδόν 40.000 «συλλαβές» κλάματος. Παράλληλα, οι γονείς κατέγραφαν προσεκτικά κάθε ενέργεια τους που κατάφερνε να ηρεμήσει το μωρό τους, δίνοντας στους ερευνητές μια «αιτία» που αντιστοιχούσε σε κάθε κλάμα: σε πείνα, όταν το μωρό ηρεμούσε μόλις τρεφόταν, σε δυσφορία, που υποχωρούσε με αλλαγή της πάνας, ή λόγω μοναξιάς, με το κλάμα να σταματά μόλις το μωρό κούρνιαζε στην αγκαλιά.
Στη συνέχεια, η επιστημονική ομάδα χρησιμοποίησε αλγόριθμους μηχανικής μάθησης, εκπαιδεύοντας μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης στις ακουστικές ιδιότητες των διαφορετικών κλαμάτων, για να εξακριβωθεί αν μπορούσε να προκύψει η αιτία, εάν δηλαδή υπήρχε ένα ξεχωριστό «κλάμα πείνας» ή «κλάμα δυσφορίας». Το αποτέλεσμα ήταν μια παταγώδης αποτυχία, τονίζει εμφατικά ο Nicolas Mathevon.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη κατάφερε να μαντέψει σωστά μόνο το 36% των περιπτώσεων - ελάχιστα πάνω από το 33% που θα επιτύγχανε ούτως ή άλλως τυχαία.
«Για να βεβαιωθούμε ότι αυτό δεν ήταν απλώς ένας περιορισμός της τεχνολογίας, επαναλάβαμε το πείραμα με ανθρώπους-ακροατές. Ζητήσαμε από γονείς και μη γονείς να «εκπαιδευτούν» πρώτα στο κλάμα ενός συγκεκριμένου μωρού, όπως ακριβώς θα έκανε ένας γονέας στην πραγματική ζωή, και στη συνέχεια τους ζητήσαμε να εντοπίσουν την αιτία επόμενων νέων κλαμάτων από το ίδιο μωρό. Δεν τα πήγαν καλύτερα, σκοράροντας μόλις 35%. Η ακουστική υπογραφή ενός κλάματος για φαγητό δεν διαφέρει αξιόπιστα από ένα κλάμα δυσφορίας», καταλήγει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν μπορούν να καταλάβουν τι χρειάζεται το μωρό τους. Απλώς σημαίνει ότι το ίδιο το κλάμα δεν είναι μια καταχώρηση σε ένα λεξικό αλλά το κουδούνι συναγερμού. Είναι η γνώση για το ουσιαστικό πλαίσιο που επιτρέπει στους γονείς να το αποκωδικοποιήσουν, υποστηρίζει. «Έχουν περάσει τρεις ώρες από το τελευταίο τάισμα, οπότε πιθανότατα πεινάει». «Αυτή η πάνα γέμισε». «Έμεινε για λίγο μόνο του στην κούνια».
Εσείς είστε ο ντετέκτιβ, ισχυρίζεται ο καθηγητής απευθυνόμενος στους γονείς, και το κλάμα είναι απλώς η αρχική, αδιαφοροποίητη ειδοποίηση.
Τι μας λένε στην πραγματικότητα τα κλάματα;
Αν όμως τα κλάματα δεν σηματοδοτούν την αιτία τους, ποιες πληροφορίες μεταφέρουν με αξιοπιστία; Σύμφωνα με την συγκεκριμένη έρευνα, τα ενδιαφέροντα ευρήματα αφορούν σε δύο κρίσιμους τομείς.
Ο πρώτος είναι η μοναδική φωνητική ταυτότητα του μωρού. Όπως κάθε ενήλικας έχει μια ξεχωριστή φωνή, έτσι και κάθε μωρό έχει μια μοναδική υπογραφή κλάματος, που καθορίζεται κυρίως από τη θεμελιώδη συχνότητα του ήχου που παράγει. Αυτό είναι προϊόν της ατομικής του ανατομίας - το μέγεθος του λάρυγγα και των φωνητικών του χορδών. Αυτός είναι ο λόγος, λένε οι ερευνητές, για τον οποίο οι γονείς μπορούν να ξεχωρίσουν το κλάμα του δικού τους μωρού ακόμα και μέσα σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό.
Η δεύτερη, και πλέον ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι δυναμική: το επίπεδο δυσφορίας του μωρού. Αυτό είναι το πιο σημαντικό μήνυμα που κωδικοποιείται σε ένα κλάμα και μεταφέρεται όχι τόσο από τον τόνο ή την ένταση, αλλά από μια ποιότητα που οι ειδικοί ονομάζουν «ακουστική τραχύτητα».
Λόγου χάρη, ένα κλάμα απλής δυσφορίας, όπως όταν το μωρό κρυώνει λίγο μετά το μπάνιο του, είναι σχετικά αρμονικό και μελωδικό. Οι φωνητικές χορδές δονούνται με έναν κανονικό, σταθερό τρόπο. Αλλά ένα κλάμα πραγματικού πόνου, όπως αυτά που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων εμβολίων των μωρών, είναι δραματικά διαφορετικό. Γίνεται χαοτικό και τραχύ.
Αυτό συμβαίνει επειδή το στρες του πόνου αναγκάζει το μωρό να σπρώξει περισσότερο αέρα μέσα από τις φωνητικές του χορδές, κάνοντάς τις να δονούνται με έναν ανοργάνωτο, μη γραμμικό τρόπο.
Είναι μάθηση, όχι ένστικτο
Κατά τον καθηγητή παρά τον διαδεδομένο μύθο, όπως τον χαρακτηρίζει, του μητρικού ενστίκτου που υποδηλώνει ότι οι μητέρες είναι βιολογικά προγραμματισμένες για να αποκρυπτογραφούν καλύτερα ένα κλάμα, η έρευνα δεν επαληθεύει αυτό το δόγμα.
Για την ακρίβεια σε μια από τις μελέτες της ομάδας όπου εξετάστηκαν μητέρες και πατέρες ως προς την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν το κλάμα του μωρού τους, δεν βρέθηκε καμία διαφορά.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρέαζε το αποτέλεσμα, ήταν ο χρόνος που περνούσε με το μωρό ο κάθε γονέας. Έτσι, κάθε πατέρας που ασχολούταν με το μωρό τις ίδιες ώρες όσες και η μητέρα, ήταν εξίσου επιδέξιος. Η ικανότητα αποκωδικοποίησης του κλάματος δεν είναι έμφυτη, λένε οι μελετητές, αλλά μαθαίνεται μέσω της έκθεσης.
Εγκέφαλος και κλάμα: η εμπειρία επανασυνδέει τα πάντα
Όταν ακούμε ένα μωρό να κλαίει, εξηγεί ο Δρ. Mathevon, ένα ολόκληρο δίκτυο εγκεφαλικών περιοχών τίθεται σε δράση. Χρησιμοποιώντας μαγνητικές τομογραφίες, διαπιστώθηκε ότι τα κλάματα ενεργοποιούν τα ακουστικά κέντρα, το δίκτυο ενσυναίσθησης (που μας επιτρέπει να νιώσουμε το συναίσθημα κάποιου άλλου), το δίκτυο «καθρεφτών» (που μας βοηθά να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου) και περιοχές που εμπλέκονται στη ρύθμιση των συναισθημάτων και στη λήψη αποφάσεων.
Κρίσιμο είναι ότι αυτή η αντίδραση δεν είναι η ίδια για όλους. Ο «γονεϊκός εγκέφαλος» είναι διαφορετικός. Η εμπειρία με ένα μωρό ενδυναμώνει και εξειδικεύει αυτά τα νευρωνικά δίκτυα. Για παράδειγμα, οι εγκέφαλοι των γονέων δείχνουν μεγαλύτερη ενεργοποίηση σε περιοχές που σχετίζονται με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας αντίδρασης, ενώ οι μη γονείς δείχνουν μια πιο ωμή συναισθηματική και ενσυναισθητική αντίδραση.
Σε κάθε περίπτωση, η φροντίδα είναι μια δεξιότητα που βελτιώνεται μέσω της εξάσκησης και αναδιαμορφώνει φυσικά τον εγκέφαλο οποιουδήποτε αφοσιωμένου φροντιστή, άνδρα ή γυναίκας.
Η γνώση ότι κανένας γονέας δεν πρέπει αυτόματα να αναγνωρίζει την αιτία για κάθε κλάμα του μωρού του, μπορεί να είναι απίστευτα απελευθερωτική, υπερθεματίζει ο καθηγητής.
Και όπως συμβουλεύει, την επόμενη φορά που ένας γονέας ακούσει τη γνώριμη, διαπεραστική κραυγή του μωρού του μέσα στη νύχτα, ας θυμηθεί ότι δεν είναι μια δοκιμασία των γονικών του ικανοτήτων, αλλά ένας απλός, ισχυρός συναγερμός, σχεδιασμένος να απαντηθεί όχι από ένα μυστικιστικό ένστικτο, αλλά από έναν αφοσιωμένο, προσεκτικό και έμπειρο ανθρώπινο εγκέφαλο.
Πηγή: THECONVERSATION.COM