Σύμφωνα με το Ίδρυμα Πάρκινσον, περισσότεροι από 10 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με τη νόσο του Πάρκινσον, τη νευρολογική ασθένεια που επηρεάζει την κίνηση και την ικανότητα ομιλίας των ασθενών.
Οι επιστήμονες φαίνεται ότι κατάφεραν ωστόσο να αποκτήσουν ένα νέο διαγνωστικό εργαλείο χρησιμοποιώντας δερματικό επίχρισμα και μάλιστα με μη παρεμβατική λήψη, αφού αρκεί η εξέταση σμήγματος, της φυσικής λιπαρής ουσίας που παράγεται από τους σμηγματογόνους αδένες του δέρματος.
«Η τρέχουσα κλινική διάγνωση γίνεται πολύ αργά, όταν πια η νόσος έχει προχωρήσει πολύ», εξηγεί ο Drupad K. Trivedi, PhD, λέκτορας αναλυτικής και μετρητικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και συγγραφέας της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό npj Parkinson’s Disease.
«Μυρίζοντας» τη νόσο
Μέσω των δείγματων από το δέρμα, ο Trivedi και η ομάδα του ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) στο σμήγμα. Διαφορετικές VOCs έχουν ξεχωριστή μυρωδιά, καθιστώντας την οσμή του σώματος κάθε ατόμου μοναδική.
«Έχουμε βρει μερικές ενώσεις που εκφράζονται διαφορετικά τόσο σε άτομα με νόσο του Πάρκινσον όσο και σε ανθρώπους που παρουσιάζουν διαταραχή συμπεριφοράς ύπνου REM» επισημαίνει ο Δρ Trivedi.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε το σμήγμα σε δείγματα από τρεις ομάδες εθελοντών: ασθενείς με νόσο Πάρκινσον, υγιείς εθελοντές και άτομα με διαταραχή συμπεριφοράς κατά τον ύπνο REM (iRBD), ένα πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι της νόσου.
«Η iRBD είναι ένα από τα πρόδρομα συμπτώματα της νόσου Πάρκινσον. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων που πάσχουν από iRBD μπορεί να αναπτύξουν νόσο την επόμενη δεκαετία ή και περισσότερο» αναφέρει ο Δρ Trivedi.
Τα VOC του σμήγματος μπορούν επίσης να βοηθήσουν στη χαρτογράφηση της εξέλιξης της νόσου, λένε οι ειδικοί. Ο Trivedi συνέλεγε δείγματα από ασθενείς επί τρία χρόνια και τελικά ανέπτυξε ένα μοντέλο που χαρτογραφεί την πορεία της νόσου, επιτρέποντας πιο εξατομικευμένες ιατρικές παρεμβάσεις σε κάθε ασθενή ξεχωριστά.
«Με την έγκαιρη ανίχνευση, θα είμαστε σε θέση να προσφέρουμε προηγμένες κλινικές εξετάσεις και εξειδικευμένη υποστήριξη για διάγνωση χωρίς να βασιζόμαστε στην εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων, ενώ δημιουργείται η δυνατότητα ανάπτυξης θεραπειών στο μέλλον», προσθέτει ο Trivedi.
Η αρχή της έμπνευσης
Το έναυσμα για όλη αυτή την έρευνα έδωσε πριν κάποια χρόνια η Joy Milne, ερευνητική συνεργάτιδα στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Η ίδια, πάσχει από μια πάθηση που ονομάζεται υπεροσμία, η οποία οξύνει εξαιρετικά την αίσθηση της όσφρησης.
Όπως αποδείχθηκε ήδη από το 2015 η Milne ήταν σε θέση να «μυρίσει» το Πάρκινσον στον σύζυγό της, παρατηρώντας μια μεγάλη αλλαγή στην μέχρι τότε γνωστή οσμή του σώματος του. Κι αυτό συνέβη, περίπου έξι χρόνια πριν εκείνος διαγνωσθεί με τη νόσο.
Η δυνατότητα να ανιχνεύεται η πάθηση μέσω της μυρωδιάς επικυρώθηκε επιπλέον και από διαφορετική μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of Parkinson’s Disease και στην οποία επαληθεύτηκε ότι εκπαιδευμένα σκυλιά μπορούν να ανιχνεύσουν τη νόσο μέσω της οσμής σε δείγματα δέρματος.
Και ο Rocco DiPaola, MD, νευρολόγος και ειδικός σε κινητικές διαταραχές στο Hackensack Meridian Neuroscience Institute στο Νιου Τζέρσεϊ, θεωρεί ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα προσφέρουν ένα μη επεμβατικό εργαλείο για την πιθανή διάγνωση της προσυμπτωματικής νόσου του Πάρκινσον.
«Ενώ προς το παρόν δεν υπάρχουν θεραπείες που να προλαμβάνουν ή να επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου, είναι σημαντικό να εντοπιστούν όσοι διατρέχουν κίνδυνο πριν από την έναρξη συμπτωμάτων», λέει.
Πηγή: Medicalnewstoday.com