Στην ψυχολογία η αυτόματη, ακούσια μίμηση των εκφράσεων ενός άλλου ατόμου κατά τη διάρκεια κάποιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης αποτυπώνει την προσπάθεια σύνδεσης μαζί του και την ικανότητα ενσυναίσθησης για το πώς αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα του εκείνη τη στιγμή.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ ωστόσο οι οποίοι διεξήγαγαν μια μελέτη που διερευνούσε την πιθανότητα η μίμηση του προσώπου να αποκαλύπτει μερικές φορές και τις προτιμήσεις μας, κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την αρχική τους υπόθεση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα τους που δημοσιεύθηκαν στο Communications Psychology, όταν οι άνθρωποι μιμούνται τις θετικές εκφράσεις του προσώπου ενός άλλου ατόμου πιο έντονα, είναι πιο πιθανό να προχωρήσουν αργότερα σε κάποιου είδους κοινή επιλογή που συνδέεται με αυτήν την αλληλεπίδραση.
«Η έμπνευση για τη μελέτη μας προήλθε από μια πολύ κοινή εμπειρία», εξηγεί ο Liron Amihai, επικεφαλής συγγραφέας της εργασίας.
«Όταν ήμουν νεότερος, πήγαινα σινεμά με φίλους, τους διάβαζα μερικές επιλογές ταινιών και τους ρωτούσα τι ήθελαν να δουν. Αυτό είναι ουσιαστικά αυτό που αναδημιουργήσαμε στο εργαστήριο», δήλωσε.
Ήδη, προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι εκφράσεις του προσώπου αποτελούν αξιόπιστο προγνωστικό παράγοντα για το τι μπορεί να επιλέξει κάποιος από εμάς. Ωστόσο, οι περισσότερες προηγηθείσες εργασίες επικεντρώνονταν μεταξύ πολύ διαφορετικών επιλογών, όπως ένα πολύ βαρετό ή ένα πολύ αστείο αντικείμενο επιλογής.
«Όταν οι επιλογές είναι παρόμοιες, οι εκφράσεις από μόνες τους δεν είναι τόσο αποκαλυπτικές», επισημαίνει ο Amihai.
«Είχαμε την αίσθηση ότι η μίμηση του προσώπου - ο τρόπος με τον οποίο ασυνείδητα αντικατοπτρίζουμε τις εκφράσεις ο ένας του άλλου κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας - μπορεί να αποτελεί ένδειξη συμφωνίας. Στόχος μας ήταν να ελέγξουμε αν η μίμηση κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορούσε να προβλέψει σε ποια επιλογή θα κατέληγε τελικά κάποιος», λέει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στον στόχο της μελέτης.
Το πείραμα επιλογής ταινιών
Για να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ της μίμησης του προσώπου και των επιλογών μας, ο Amihai και οι συνάδελφοί του χρησιμοποίησαν 106 ενήλικες εθελοντές, άγνωστους μεταξύ τους, τους οποίους και χώρισαν σε 53 ζευγάρια.
Σε αυτούς εφαρμόστηκαν συσκευές ανίχνευσης που μπορούν να καταγράψουν ακόμα και μικροσκοπικές κινήσεις των μυών του προσώπου.
«Το πείραμα είχε δύο μέρη», διευκρινίζει ο Amihai. «Στο πρώτο μέρος, οι συμμετέχοντες διάβαζαν διαδοχικά ο ένας στον άλλο δύο περιλήψεις ταινιών και κατόπιν ο κάθενας επέλεγε ιδιωτικά ποια ταινία προτιμούσε να παρακολουθήσει. Στο δεύτερο μέρος, και οι δύο συμμετέχοντες άκουσαν μαζί προηχογραφημένες περιλήψεις που διάβαζε μια ηθοποιός που δεν έβλεπαν».
Καθώς οι συμμετέχοντες στη μελέτη ολοκλήρωναν και τα δύο μέρη του πειράματος, οι ερευνητές κατέγραφαν συνεχώς τη δραστηριότητα των μυών του προσώπου τους. Στη συνέχεια ανέλυσαν τα δεδομένα που συνέλεξαν για να προσδιορίσουν εάν η ενεργοποίηση παρόμοιων μυών του προσώπου μπορούσε να προβλέψει και τις επιλογές που θα έκαναν αργότερα σχετικά με το ποια ταινία τελικά προτιμούσαν να παρακολουθήσουν.
«Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν εντυπωσιακό: όταν οι ακροατές μιμούνταν πιο θετικές εκφράσεις του προσώπου - όπως χαμόγελο και σήκωμα φρυδιών – ακούγοντας την περίληψη ενός φιλμ, ήταν σημαντικά πιο πιθανό να επιλέξουν τελικά αυτή την ταινία. Αυτό το μοτίβο διατηρήθηκε ακόμα και όταν απλώς άκουγαν την προ-ηχογραφημένη φωνή», επισημαίνει ο επικεφαλής της έρευνας.
Η σημασία των ευρημάτων
Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης έχουν μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον, λένε οι ειδικοί, καθώς υποδηλώνουν ότι η μίμηση του προσώπου είναι κάτι περισσότερο από μια απλή πράξη κοινωνικής σύνδεσης. Στην ουσία, αποδεικνύεται ότι αποτελούν επιπλέον μια αξιόπιστη ένδειξη που μπορεί να προβλέψει τι θα προτιμήσει κάποιος από εμάς όταν έχει διαθέσιμες μπροστά του συγκεκριμένες, διαφορετικές επιλογές.
«Αυτό υποδηλώνει ότι η μίμηση δεν είναι απλώς αυτόματη αντιγραφή - αντανακλά κάτι βαθύτερο για το πώς αξιολογούμε τις επιλογές μας όταν αλληλεπιδρούμε με άλλους», τονίζει ο Δρ. Amihai.
Οι παρατηρήσεις της ομάδας θα μπορούσαν σύντομα να επικυρωθούν σε περαιτέρω μελέτες και να οδηγήσουν σε έρευνες σε συγκεκριμένο πεδίο, σύμφωνα με τους συγγραφείς. Για παράδειγμα, μελλοντική επιπλέον διερεύνηση θα μπορούσε να μελετήσει τις επιπτώσεις των ευρημάτων σε νομικά περιβάλλοντα, όπου τα μέλη μιας επιτροπής ενόρκων μπορεί να χρειαστεί να λάβουν αποφάσεις με βάση τις μαρτυρίες των ανθρώπων.
«Η μελέτη μας ανοίγει ένα παράθυρο στο πώς λειτουργεί στην πραγματικότητα η κοινωνική επιρροή τη στιγμή που συμβαίνει», προσθέτει ο Amihai.
«Ενδιαφερόμαστε επίσης πολύ να συνεργαστούμε με κλινικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα με άτομα που πάσχουν από αυτισμό, για να κατανοήσουμε πώς μπορεί να διαφέρουν τα πρότυπα μίμησης και τι αποκαλύπτει αυτό στο πεδίο λήψης κοινωνικών αποφάσεων», καταλήγει.





