Μπορεί να φαίνεται σχεδόν υπερβολικά εύκολο: αθλητές που απλά ανεβαίνουν πάνω σε ένα ποδήλατο για μια χαλαρή βόλτα, δρομείς που τρέχουν σε ρυθμό πιο αργό κι από το ζέσταμα των περισσότερων ανθρώπων, ή κάποιος που περπατάει τόσο απαλά που δύσκολα η κινησή του μπορεί να μοιάζει με κανονική άσκηση. Κι όμως, αυτού του είδους η ανεπιτήδευτη κίνηση βρίσκεται στον πυρήνα της μόδας που γίνεται γνωστή ως άσκηση στη ζώνη μηδέν.
Η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα κουλτούρα που λέει «σπρώξε τον εαυτό σου» που επικρατεί στα γυμναστήρια και στις εφαρμογές γυμναστικής. Αντί για λαχάνιασμα και κόπο, η άσκηση ζώνης μηδέν έχει να κάνει με το να κινείσαι τόσο αργά ώστε να μπορείς να μιλάς άνετα όλη την ώρα. Για κάποιους μπορεί να σημαίνει έναν απαλό περίπατο. Για άλλους, λίγη εύκολη γιόγκα, μερικές διατάσεις όσο βράζει το βραστήρι, ή ακόμα και να με τις δουλειές του σπιτιού ή του κήπου. Το ζητούμενο είναι ο καρδιακός ρυθμός να παραμένει χαμηλός· χαμηλότερος ακόμη και από αυτόν που πολλά χαρακτηρίζεται ως ζώνη 1.
Στη γλώσσα της προπόνησης αντοχής, η ζώνη 1 σημαίνει συνήθως η επίτευξη του 50–60% του μέγιστου καρδιακού ρυθμού. Η ζώνη μηδέν βρίσκεται κάτω κι από αυτό. Στην πραγματικότητα, δεν συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες στο πώς να την ονομάσουν, ούτε αν θα πρέπει να υπολογίζεται ως ένα διακριτό είδος άσκησης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ο όρος έχει κερδίσει έδαφος πέρα από τους ερευνητικούς κύκλους, ως συνώνυμο μιας πολύ ελαφριάς δραστηριότητας με εκπληκτικά οφέλη.
Ένα από αυτά τα οφέλη είναι η προσβασιμότητα. Οι περισσότερες συμβουλές για άσκηση εστιάζουν στην ένταση: τα σπριντ, τα μαθήματα υψηλής έντασης, η λογική του «τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς κόπο». Για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, με προβλήματα υγείας ή που επιστρέφουν στην κίνηση έπειτα από τραυματισμό, αυτό συχνά μοιάζει αδύνατο. Η άσκηση ζώνης μηδέν αποτελεί μια εναλλακτική λύση.
Η γοητεία της ήπιας προσπάθειας
Μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και η πολύ ελαφριά δραστηριότητα μπορεί να βελτιώσει σημαντικούς δείκτες υγείας όπως η κυκλοφορία του αίματος, η ρύθμιση του σακχάρου και η ψυχική ευεξία. Ένας καθημερινός περίπατος με ήπιο ρυθμό, για παράδειγμα, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Υπάρχει και το ζήτημα της αποκατάστασης. Οι αθλητές υψηλού επιπέδου ανακάλυψαν εδώ και καιρό ότι δεν μπορούσαν να προπονούνται σκληρά κάθε μέρα. Το σώμα τους χρειαζόταν χρόνο για να επιδιορθώσει τη βλάβη και να επανέλθουν στους πρότερους ρυθμούς. Σε αυτό βοήθησαν οι εύκολες προπονήσεις. Δεν πρόκειται για χαμένο χρόνο, αλλά για βασικό εργαλείο ανάρρωσης.
Το ίδιο ισχύει και για όσους παλεύουν με τη δουλειά, την οικογένεια και το άγχος. Μια προπόνηση στη ζώνη μηδέν μπορεί να μειώσει την ένταση χωρίς να εξαντλήσει την ενέργεια. Αντί να καταρρεύσει κανείς στον καναπέ του μετά τη δουλειά, ένας ήσυχος μισάωρος περίπατος μπορεί στην πραγματικότητα να τον αναζωογονήσει.
Οι ερευνητές ψυχικής υγείας έχουν επισημάνει ένα ακόμη όφελος: τη συνέπεια. Πολλοί εγκαταλείπουν τα έντονα προγράμματα άσκησης επειδή βάζουν τον πήχη πολύ ψηλά, αποτυγχάνουν για πολλούς και διάφορους λόγους και εν τέλει απογοητεύονται. Ένα πρόγραμμα βασισμένο σε δραστηριότητες ζώνης μηδέν είναι πιο εύκολο να διατηρηθεί. Έτσι, τα οφέλη -καλύτερος ύπνος, καλύτερη διάθεση, χαμηλότερος κίνδυνος χρόνιων ασθενειών– συσσωρεύονται με τον καιρό.
Τα όρια της ζώνης μηδέν
Υπάρχουν, βέβαια, και όρια. Αν ο στόχος είναι να τρέξεις μαραθώνιο ή να αυξήσεις σημαντικά τη φυσική σου κατάσταση, η ήπια κίνηση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Το σώμα χρειάζεται προκλήσεις υψηλότερης έντασης προκειμένου να δυναμώσει. Όμως η λογική του «όλα ή τίποτα» –ή γυμνάζεσαι σκληρά ή καθόλου– χάνει το νόημά της. Η ζώνη μηδέν μπορεί να είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζονται άλλες δραστηριότητες, ή απλά να σταθεί από μόνη της ως μια καθημερινή συνήθεια που προάγει την υγεία.
Το γεγονός ότι οι ερευνητές ακόμη συζητούν για τον ορισμό της έχει από μόνο του ένα ενδιαφέρον. Στην αθλητική επιστήμη, κάποιοι προτιμούν να κάνουν λόγο για άσκηση «κάτω από τη ζώνη 1» ή «ενεργή αποκατάσταση» αντί για ζώνη μηδέν. Όμως η ονοματοδοσία φαίνεται να έχει «κολλήσει», ενδεχομένως γιατί αποτυπώνει το πνεύμα της ανεπιτήδευτης προσπάθειας. Η ιδέα της «ζώνης μηδέν» αφαιρεί την πίεση: δεν χρειάζεστε κάποιον εξελιγμένο αθλητικό εξοπλισμό ή το πιο πρόσφατο καταγραφικό γυμναστικής στο σώμα σας. Αν μπορείτε να κινείστε χωρίς κόπο, το κάνετε σωστά.
Αυτή η απλότητα ίσως εξηγεί και τη γοητεία της άσκησης στη ζώνη μηδέν. Τα δημόσια μηνύματα για την άσκηση μερικές φορές ακούγονται συντριπτικά: πόσα λεπτά την εβδομάδα χρειάζεστε, ποιον καρδιακό ρυθμό πρέπει να επιτύχετε, πόσα βήματα. Η ζώνη μηδέν κόβει αυτόν τον θόρυβο. Το μήνυμα είναι απλό: κάντε κάτι, ακόμη κι αν είναι ήπιο. Μετράει κι αυτό.
Και σε έναν κόσμο όπου πολλοί άνθρωποι περνούν πολλές ώρες μπροστά σε οθόνες, μπορεί να είναι πιο ισχυρό απ’ όσο φαίνεται. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η παρατεταμένη καθιστική ζωή αυξάνει τους κινδύνους για την υγεία, ακόμη και σε ανθρώπους που γυμνάζονται έντονα σε άλλες στιγμές. Το να εντάξει κανείς περισσότερη ήπια και συχνή κίνηση μέσα στη μέρα του μπορεί να έχει εξίσου μεγάλη σημασία με την περιστασιακή έντονη προπόνηση.
Η άσκηση ζώνης μηδέν, λοιπόν, δεν έχει να κάνει με το να κυνηγάει κανείς τα ρεκόρ. Έχει να κάνει με το να επαναπροσδιορίσουμε την ίδια τη σχέση μας με την άσκηση. Δεν είναι τεστ θέλησης ή δύναμης, αλλά ένας καλός τρόπος να κινούμαστε, να μένουμε συνδεδεμένοι με το σώμα μας και να χτίζουμε συνήθειες που διαρκούν στον χρόνο. Είτε είναι κανείς ένας κορυφαίος ποδηλάτης που χαλαρώνει μετά από έναν αγώνα είτε κάποιος που ψάχνει έναν διαχειρίσιμο τρόπο να ξαναμπεί στην κίνηση, η ίδια αρχή ισχύει: μερικές φορές, ο πιο ήπιος ρυθμός είναι αυτός που μπορεί να μας πάει πιο μακριά.
Πηγή: TheConversation.com