Παράλληλα όμως η δράση αυτών των σκευασμάτων αποκάλυψε και πολλά νέα στοιχεία για το πώς κάποιες φυσικές ορμόνες του οργανισμού συμμετέχουν σε αυτόν τον μηχανισμό. Το στοίχημα για καταστολή της όρεξης «παίζεται» με τα σήματα που το έντερο αποστέλλει στον εγκέφαλο, λένε οι ειδικοί, και αυτό είναι μια βασική παράμετρος που επηρεάζει και την προσπάθεια ρύθμισης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Με αυτά τα δεδομένα, οι ερευνητές επιχειρούν τώρα να εμβαθύνουν σε εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 που θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα όπως τα φάρμακα τελευταίας γενιάς. Είναι άραγε εφικτό;
Η μάχη της… ορμόνης
Μελετητές από το Πανεπιστήμιο Heliopolis στο Κάιρο, δημοσίευσαν πρόσφατα μια ανασκόπηση των υπαρχόντων στοιχείων στο περιοδικό Toxicology Reports, αξιολογώντας πώς μια φυσική ορμόνη που παράγεται στο έντερο, το «γλυκαγόνο-σαν πεπτίδιο-1» (GLP-1), μπορεί να επηρεαστεί από τη διατροφή. Η συγκεκριμένη ορμόνη είναι η ίδια που στοχεύουν και τα φάρμακα GLP-1.
Αν και προς το παρόν δεν έχουν εντοπιστεί φυσικές ενώσεις που μπορούν να αναπαράγουν ακριβώς τις επιδράσεις των ενέσιμων φαρμάκων, ωστόσο πρώιμες έρευνες έδειξαν ότι ορισμένα τρόφιμα αλλά και ο χρόνος των γευμάτων μπορεί να βοηθήσουν στη ρύθμιση της δραστηριότητας της εν λόγω ορμόνης στο σώμα και, ως εκ τούτου, ενδεχομένως να επηρεάσουν και τα σημάδια πείνας και κορεσμού.
Τα οφέλη της έρευνας
Η διερεύνηση του συγκεκριμένου πεδίου, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι πολύτιμη. Και όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αφού τα ενέσιμα φάρμακα είναι ακόμα απαγορευτικά λόγω κόστους για πολλούς πάσχοντες.
Η πιο σημαντική παράμετρος αφορά, λένε οι γιατροί, στις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες των ενέσεων GLP-1 οι οποίες αν και γενικά είναι καλά ανεκτές, προκαλούν συχνά ορισμένες γαστρεντερικές παρενέργειες, όπως εμετό, διάρροια και ναυτία.
Αυτές οι παρενέργειες μπορεί να γίνουν τροχοπέδη στη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, έτσι η αναζήτηση φυσικών εναλλακτικών λύσεων μπορεί να προσφέρει διέξοδο σε όσους ασθενείς δυσκολεύονται να συνεχίσουν την θεραπεία τους.
Σε ποιες φυσικές ουσίες επικεντρώνεται η έρευνα
Στην κορυφή των φυσικών ουσιών στις οποίες επικεντρώνεται η προσοχή των ειδικών, βρίσκονται η κανέλα, το σιτάρι, το τζίντζερ, το πράσινο τσάι που έχει υποστεί ζύμωση και η βερβερίνη, με τους ερευνητές να εκτιμούν ότι αυτά τα τρόφιμα είναι πιθανό να μπορούν να μιμηθούν την επίδραση των φαρμάκων GLP-1.
Ωστόσο, η έρευνα βρίσκεται ακόμα στα σκαριά και οι πάσχοντες δεν πρέπει να ενθαρρύνονται να διακόψουν την φαρμακευτική αγωγή τους πριν υπάρξει επιβεβαίωση της θεωρίας, επισημαίνει ο Δρ. Mir Ali, MD, βαριατρικός χειρουργός και ιατρικός διευθυντής του MemorialCare Surgical Weight Loss Center.
«Τα φυσικά συστατικά μπορεί να βοηθήσουν στην ενίσχυση του μεταβολισμού. Ωστόσο, έχουν ήπια επίδραση και [...] δεν πρέπει να θεωρούνται εναλλακτική λύση στα φάρμακα GLP-1», σημειώνει.
Προσθέτει ωστόσο ότι ήδη υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι ορισμένες φυσικές ουσίες όπως η καφεΐνη, το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού, η καψαϊκίνη - που βρίσκεται στις πιπεριές τσίλι - και η βερβερίνη μπορούν να ενισχύσουν τον μεταβολισμό.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα φυσικά συστατικά λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους, «είτε διεγείροντας το κεντρικό νευρικό σύστημα για την ενίσχυση του μεταβολισμού (καφεΐνη), είτε προάγοντας την καύση λίπους (εκχύλισμα πράσινου τσαγιού, καψαϊκίνη)».
Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τον μεταβολισμό μας με φυσικά συστατικά
Πρόσφατη έρευνα διαπίστωσε ότι ορισμένα τρόφιμα μπορεί να έχουν επίδραση στην θερμογένεση που προκαλείται από τη διατροφή, διαδικασία που συνεπικουρεί στην ενίσχυση του μεταβολισμού. Στις τροφές αυτές συμπεριλαμβάνονται:
- η πρωτεΐνη από τρόφιμα όπως άπαχο κρέας, φασόλια, ξηρούς καρπούς και γιαούρτι
- οι μη επεξεργασμένοι υδατάνθρακες από πηγές όπως λαχανικά, φρούτα και δημητριακά ολικής αλέσεως
- το πράσινο τσάι
- η καφεΐνη
Και μολονότι, η συνολική επίδραση αυτών των φυσικών ουσιών μπορεί να φαίνεται μικρή αν συγκριθεί με τα συχνά θεαματικά αποτελέσματα των φαρμάκων GLP-1, σύμφωνα με τους γιατρούς, η κατανάλωση τους σηματοδοτεί μια ολιστική προσέγγιση στο θέμα της διατροφής και βοηθά σε σημαντικές αλλαγές του τρόπου ζωής, δηλαδή του αποφασιστικού παράγοντα που μπορεί να προσφέρει μακροπρόθεσμα και σταθερά αποτελέσματα απώλειας βάρους αλλά και διατήρησης του σε υγιή επίπεδα.
Πηγή: Medicalnewstoday





