Με αφορμή αυτή τη μέρα δίδεται η ευκαιρία να ευαισθητοποιηθεί η παγκόσμια κοινότητα πάνω στα προβλήματα, τις προκλήσεις και τις ανάγκες των ηλικιωμένων και την καταπολέμηση του ηλικιακού ρατσισμού, όπως αναφέρει η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία.
Το φετινό θέμα του ΟΗΕ για την ημέρα είναι: «Οι ηλικιωμένοι προωθούν την τοπική και παγκόσμια δράση: Οι φιλοδοξίες μας, η ευημερία μας και τα δικαιώματά μας». Όπως τονίζει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, οι ηλικιωμένοι αποτελούν ισχυρούς παράγοντες αλλαγής. Οι φωνές τους πρέπει να ακουστούν στη διαμόρφωση πολιτικών, στον τερματισμό των ηλικιακών διακρίσεων και στην οικοδόμηση κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς.
Συνεισφέρουν γνώσεις και εμπειρία
Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας δεν είναι παθητικά ωφελούμενοι, αλλά αντίθετα αποτελούν κινητήριες δυνάμεις της προόδου, συνεισφέροντας τις γνώσεις και την εμπειρία τους σε τομείς όπως η ισότητα στην υγεία, η οικονομική ευημερία, η ανθεκτικότητα της κοινότητας και η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Πολιτική Διακήρυξη και το Διεθνές Σχέδιο Δράσης της Μαδρίτης για τη Γήρανση (MIPAA), που υιοθετήθηκαν το 2002, παραμένουν ακρογωνιαίοι λίθοι της παγκόσμιας πολιτικής για τη γήρανση, προωθώντας μια κοινωνία ανοικτή για όλες τις ηλικίες μέσω δράσεων για την ανάπτυξη, την υγεία και τα υποστηρικτικά περιβάλλοντα.
Οι πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις
Η δυναμική έχει επίσης ενισχυθεί από τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις. Τον Απρίλιο του 2025, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προώθησε αυτήν την ατζέντα υιοθετώντας το ψήφισμα 58/13, το οποίο υποστηρίχθηκε από 81 κράτη μέλη, για τη σύσταση μιας ανοιχτής ομάδας εργασίας με καθήκον τη σύνταξη ενός νομικά δεσμευτικού μέσου για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ηλικιωμένων. Αυτό το ορόσημο αντανακλά την αυξανόμενη αναγνώριση των ηλικιωμένων ως κατόχων δικαιωμάτων αλλά και ως παραγόντων αλλαγής.
Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών τριπλασιάστηκαν από 280 εκατομμύρια το 1980 σε 761 εκατομμύρια το 2021. Μέχρι το 2050 το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων παγκοσμίως θα αυξηθεί από το σημερινό 10% σε 17% και συγκεκριμένα θα παρατηρηθεί αύξηση κατά 188% στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, 351% στις ηλικίες άνω των 85 ετών και οι αιωνόβιοι θα αυξηθούν κατά 1004%!!! Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων προχωρημένης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με μία μέτρια ποσοστιαία αύξηση του γενικού πληθυσμού ηλικίας 0-64 ετών κατά μόλις 22% για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Η μείωση του πληθυσμού
Ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς από το 2011, οπότε για πρώτη φορά ο αριθμός των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα βρέθηκε να υπολείπεται του αριθμού των θανάτων και της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό και βαθμιαία η αναλογία αυτή επιδεινώνεται.
Οι δημογραφικές αλλαγές καθιστούν την ανάληψη δράσης πιο επείγουσα από ποτέ. Οι ηλικιωμένοι αποτελούν ένα ταχέως αναπτυσσόμενο τμήμα της κοινωνίας, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι πολιτικές που ενδυναμώνουν τους ηλικιωμένους, διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική προστασία και εξαλείφουν τις διακρίσεις είναι απαραίτητες για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε έναν γηράσκοντα κόσμο. Ενισχύοντας τις φωνές των ηλικιωμένων και αναγνωρίζοντας τη συμβολή τους, η Διεθνής Ημέρα του 2025 χρησιμεύει ως πλατφόρμα για τους ηλικιωμένους να εκφράσουν τις προσδοκίες τους, να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να ζητήσουν πολιτικές που διασφαλίζουν την αξιοπρέπεια και την ευημερία τους.
Ως αποτέλεσμα της χαρακτηριστικής υπογεννητικότητας και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης υπολογίζεται ότι θα υπάρξει μείωση του ελληνικού πληθυσμού από τα 11 εκατομμύρια του 2013 στα 8,3-9 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια. Εξάλλου ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 έως 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1-1,4 εκατομμύρια το 2050.
Εφιαλτικές προβλέψεις
Σημειώνεται ότι σήμερα, 1 στα 7 παιδιά που γεννιούνται στη χώρα μας έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό. Εφιαλτικές όμως είναι και οι προβλέψεις για τον εν δυνάμει οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας, δηλαδή όλοι τους πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που θα μπορούσαν να εργαστούν. Προβλέπεται μείωσή τους από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από τα 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια το 2050 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την οικονομική επιβίωση της πατρίδας μας.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι η χώρα μας εξαιτίας της γήρανσης θα παρουσιάσει τη σημαντικότερη μείωση του συνολικού δείκτη παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ στην πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών η Ελλάδα κατατάσσεται στην 4η θέση με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση του παραγωγικού πληθυσμού παγκοσμίως!
Σημειώνεται ότι σήμερα στη χώρα μας ζουν 2.400.000 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών και από αυτούς 600 χιλιάδες είναι άνω των 85 ετών.
Η γήρανση αυτή του πληθυσμού δημιουργεί νέα δεδομένα και απαιτήσεις για την ευαίσθητη αυτή ομάδα συμπολιτών μας και πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη βελτίωση της φροντίδας και την υγεία, την ευεξία και την κοινωνικοποίηση αλλά και την αξιοποίηση των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και του στόχου για γήρανση με αξιοπρέπεια.
Η ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων
Σοβαρότατο, όμως, πρόβλημα για τη χώρα μας είναι η χαμηλή ποιότητα ζωής στους ηλικιωμένους. Έχει υπολογιστεί ότι τα έτη υγιούς γήρανσης στη χώρα μας έχουν μειωθεί κατά 3,4 έτη την τελευταία 10ετία. Το γεγονός αυτό κατατάσσει την Ελλάδα σε χαμηλό επίπεδο και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Αυτό οφείλεται στον υψηλό επιπολασμό των νόσων φθοράς του οργανισμού, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο σακχαρώδης διαβήτης, η οστεοπόρωση και τα κατάγματα κλπ αλλά και η παχυσαρκία, η έλλειψη σωματικής άσκησης και οι κακές διατροφικές συνήθειες καθώς και η κακή ποιότητα του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν οι Έλληνες.
Ένας άλλος, όμως, σημαντικός αρνητικός παράγοντας είναι οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία. Υπολογίζεται ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία στη χώρα μας ανέρχονται σε 6,8% του ΑΕΠ έναντι του 9% που αποτελούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από την άλλη μεριά οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας των Ελλήνων καλύπτουν το 35% του συνόλου όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις 15,3%. Δυστυχώς με βάση την Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού 2023 της ΕΛΣΤΑΤ, οι δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά 6,3% σε ένα χρόνο αλλά η αύξηση αυτή ήταν διπλάσια για τα άτομα άνω των 65 ετών και ιδιαίτερα γι’ αυτά που ζουν μόνοι και έχουν μειωμένους οικονομικούς πόρους.