Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια συχνή αυτοάνοση πάθηση για την οποία προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει θεραπεία. Οι ερευνητές προσπαθώντας να βρουν τρόπους για να την έγκαιρη ανίχνευση της, με στόχο την αποτροπή της μετέπειτα εξέλιξης, επικεντρώνονται τώρα στη μελέτη συγκεκριμένων αιματολογικών βιοδεικτών.
Τα άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα αυτο-αντισωμάτων αρκετά χρόνια πριν από την έναρξη της νόσου και τα χαρακτηριστικά της συμπτώματα -δηλαδή τον πόνο και το πρήξιμο στις αρθρώσεις.
Ενώ ο προσδιορισμός αυτών των αντισωμάτων είναι χρήσιμος για να εντοπιστούν όσοι έχουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει ως απόλυτα ακριβές διαγνωστικό εργαλείο καθώς σημαντικό μέρος των ατόμων με αυτά τα αντισώματα τελικά δεν αναπτύσσουν την πάθηση.
Οι επιμέρους αλλαγές στο ανοσοποιητικό
Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Translational Medicine κατάφερε να εντοπίσει και να χαρακτηρίσει τις επιμέρους αλλαγές που σημειώνονται στο ανοσοποιητικό σύστημα όσων τελικά εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα, έχοντας πρώτα επισημανθεί ως ομάδα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη της πάθησης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό το ανοσοποιητικό προφίλ που σκιαγραφείται βήμα-βήμα, θα μπορούσε στο μέλλον να επιτρέψει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έγκαιρη ανίχνευση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και την ανάπτυξη προληπτικών θεραπειών για αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι που διατρέχουν κίνδυνο για ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν αναπτύσσουν ποτέ την ασθένεια. Αυτό καθιστά δύσκολες τις μελέτες πρόληψης, και ορισμένα άτομα που δεν χρειάζονται θεραπεία θα υποβληθούν τελικά σε φαρμακευτική αγωγή με πιθανές παρενέργειες», εξηγεί ο συγγραφέας της μελέτης, Gary Friestein, MD, αντιπρύτανης για τις επιστήμες υγείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο.
«Ελπίζουμε ότι τα ευρήματα αυτής της μελέτης θα υποστηρίξουν άμεσα νέους τρόπους πρόβλεψης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, καθώς και ενδεχόμενους στόχους για δοκιμές πρόληψης», προσθέτει ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Kevin Deane, MD, Καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο Anschutz.
Η κρισιμότητα της έγκαιρης ανίχνευσης
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα οδηγεί το σώμα σε λανθασμένη ανοσολογική αντίδραση ενάντια σε υγιή ιστό, συγκεκριμένα στο βλεννογόνο που καλύπτει τις αρθρώσεις.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται δεν μπορούν να αντιστρέψουν τη βλάβη, αλλά μπορούν να καθυστερήσουν την εξέλιξη της νόσου και να βοηθήσουν στη διαχείριση των συμπτωμάτων. Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι το 5 έως 27% των ατόμων με ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις θεραπείες, ενώ και σε ασθενείς που αρχικά αντιδρούν καλά και μπαίνουν σε ύφεση, τα στατιστικά υποτροπών είναι υψηλά.
Η έγκαιρη ανίχνευση εκείνων που τελικά όντως διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν την πάθηση, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της εξέλιξης, λένε οι ειδικοί.
«Προς το παρόν, όταν κάποιος πια αναπτύξει πρησμένες αρθρώσεις λόγω της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, η ασθένεια μένει συνήθως «για πάντα», που σημαίνει ότι ο πάσχων θα πρέπει να ακολουθεί θεραπείες εφ' όρου ζωής. Παγκοσμίως, η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους και κοστίζει δισεκατομμύρια δολάρια για τη διαχείρισή της», δήλωσε ο Δρ. Deane και προσθέτει πως «εάν βρούμε τρόπους να αποτρέψουμε αυτό το αρχικό πρήξιμο στις αρθρώσεις ή ακόμα και να «επαναφέρουμε» το ανοσοποιητικό σύστημα στο πρότερο στάδιο υψηλού κινδύνου, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο να μην εγκατασταθεί πλήρως η πάθηση, ή όσοι εμφανίσουν συμπτώματα να είναι πολύ ηπιότερης μορφής. Αυτό θα μπορούσε να έχει τεράστια οφέλη για την ευημερία των ασθενών, καθώς και για τη δημόσια υγεία».
Αυξημένες πρωτεΐνες αίματος
Άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων κατά της κιτρουλλινωμένης πρωτεΐνης (ACPA) και του ρευματοειδούς παράγοντα (RF) 3-5 χρόνια πριν από την έναρξη των κλινικών συμπτωμάτων. Από αυτούς, μόλις το 30-60% θα αναπτύξουν τελικά τη νόσο. Με άλλα λόγια, τα επίπεδα ACPA και RF δεν αποτελούν ακριβείς προγνωστικούς παράγοντες εξέλιξης.
Η ιχνηλάτηση των αλλαγών που σταδιακά σημειώνονται, ωστόσο, στο ανοσοποιητικό προφίλ των ατόμων υψηλού κινδύνου που τελικά αναπτύσσουν Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατανόηση του μηχανισμού της νόσου.
Συστημική φλεγμονή
Αυτό που εντόπισαν οι ερευνητές κατά την διάρκεια της μελέτης είναι ότι τα άτομα υψηλού κινδύνου εμφάνισαν αυξημένα επίπεδα φλεγμονωδών πρωτεϊνών στην κυκλοφορία του αίματος σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Αυτή η ένδειξη συστηματικής φλεγμονής, μάλιστα, διαπιστώθηκε σε όλους τους συμμετέχοντες υψηλού κινδύνου, ανεξάρτητα από το αν τελικά ανέπτυξαν ρευματοειδή αρθρίτιδα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Το ανοσολογικό προφίλ
Οι αυτοάνοσες παθήσεις προκαλούνται από την αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος να ξεχωρίσει ορθά τις πρωτεϊνες του σώματος σε σχέση με εκείνες που αφορούν σε ένα ξένο παθογόνο.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των αυτοάνοσων νοσημάτων είναι η δυσλειτουργία των Τ και Β λεμφοκυττάρων, τα οποία είναι κρίσιμοι κρίκοι του ανοσοποιητικού συστήματος.
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν αλλαγές στην γονιδιακή έκφραση αυτών των κυττάρων. Όπως σημειώνουν, κατά τη διάρκεια της περιόδου υψηλού κινδύνου για πιθανή εμφάνιση της πάθησης στο μέλλον, παρότι οι συμμετέχοντες φαίνονταν και αισθάνονταν υγιείς, το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήταν ήδη δραματικά διαφορετικό, με εκτεταμένη φλεγμονή και σημάδια ανοσολογικής δραστηριότητας.
Οι ειδικοί ελπίζουν τώρα, με οδηγό τα πρόσφατα ευρήματα, να καταφέρουν να εντοπίζουν όσους ανήκουν στην πιο ευπαθή ομάδα για κλινική εκδήλωση της νόσου ώστε να υπάρξει έγκαιρη προληπτική θεραπευτική παρέμβαση, πριν την εδραίωση των συμπτωμάτων της πάθησης.
Πηγή: Medicalnewstoday