Έρευνα που διεξήχθη από το Karolinska Institutet αναφέρει ότι τα παιδιά γονέων με ψυχικές διαταραχές αντιμετωπίζουν αυξημένη θνησιμότητα, με τους υψηλότερους κινδύνους για μη φυσικούς θανάτους και όταν και οι δύο γονείς είχαν διαγνώσεις.
Οι ψυχικές διαταραχές των γονέων έχουν συνδεθεί με την βρεφική θνησιμότητα και με πολλαπλά αναπτυξιακά, ψυχικά και σωματικά αρνητικά αποτελέσματα, ενώ οι συνδέσεις με τη μακροπρόθεσμη θνησιμότητα των παιδιών παρέμειναν ασαφείς.
Στη μελέτη «Ψυχικές διαταραχές των γονέων και θνησιμότητα των παιδιών μέχρι τη μέση ηλικία», που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια εθνική μελέτη κοόρτης με βάση τα μητρώα για να διερευνήσουν τις συσχετίσεις μεταξύ των ψυχικών διαταραχών των γονέων και της θνησιμότητας των παιδιών μέχρι τη μέση ηλικία.
Συγκεκριμένα, αντλήθηκαν δεδομενα από τα εθνικά μητρώα της Σουηδίας για 3.548.788 γεννήσεις από το 1973 έως το 2014, που συνδέονταν με βιολογικούς γονείς και παρακολουθήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας 9 έως 51 ετών κατά τη λήξη της μελέτης, συμπεριλαμβανομένων 1.818.232 ανδρών και 1.730.556 γυναικών. Τα αρχεία συνέδεσαν τους απογόνους με 1.791.038 μητέρες και 1.762.659 πατέρες, μετά την εξαίρεση 725.654 γεννήσεων λόγω έλλειψης πληροφοριών για τον βιολογικό πατέρα.
Οι ερευνητές εντόπισαν τις ψυχικές διαταραχές των γονέων στο Εθνικό Μητρώο Ασθενών ομαδοποιώντας τις διαγνώσεις ως διαταραχές από τη χρήση αλκοόλ ή ουσιών, ψυχωσικές διαταραχές, διαταραχές της διάθεσης, διαταραχές που σχετίζονται με άγχος ή στρες, διαταραχές διατροφής, διαταραχές προσωπικότητας και νοητική αναπηρία. Τα αποτελέσματα προήλθαν από το Μητρώο Αιτιών Θανάτου και περιελάμβαναν θανάτους από όλες τις αιτίες, φυσικούς και μη φυσικούς, με πρόσθετες ομάδες αιτιών για καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνο, αυτοκτονία και ακούσια τραύματα.
Τα παιδιά που εκτέθηκαν σε ψυχικές διαταραχές των γονέων τους παρουσίασαν ποσοστά θνησιμότητας που αντιστοιχούσαν σε 7,93 ανά 10.000 άτομα-έτη, σε σύγκριση με 3,55 ανά 10.000 άτομα-έτη μεταξύ των μη εκτεθειμένων.
Τα προσαρμοσμένα μοντέλα έδειξαν υψηλότερο κίνδυνο στα παιδιά αυτά για θνησιμότητα από όλες τις αιτίες με βαθμό επικινδύνοτητας 2,13 , φυσικά αίτια με βαθμό επικινδυνότητας 1,88 και μη φυσικά αίτια με 2,45 .
Σε όλες τις διαγνωστικές κατηγορίες, παρατηρήθηκαν συσχετίσεις με βαθμό επικινδυνότητας που κυμαίνονταν από 1,58 για διατροφικές διαταραχές έως 2,22 για νοητική αναπηρία.
Οι διαγνώσεις και των δύο γονέων συνεπάγονταν ακόμη μεγαλύτερους σχετικούς κινδύνους, με βαθμό επικινδυνότητας 3,35 για οποιονδήποτε θάνατο, 2,57 για φυσικό θάνατο κα 4,24 για μη φυσικό θάνατο. Οι μέγιστοι σχετικοί κίνδυνοι εμφανίστηκαν όταν και οι δύο γονείς έλαβαν διαγνώσεις όταν τα παιδιά τους ήταν σε ηλικία 1-2 ετών, με βαθμό επικινδυνότητας 4,92 για οποιονδήποτε θάνατο, 4,50 για φυσικό θάνατο και 5,27 για μη φυσικό θάνατο.
Οι αυξημένοι κίνδυνοι παρέμειναν από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, με τους υψηλότερους σχετικούς κινδύνους να παρατηρούνται στην ενηλικίωση.
Τα ευρήματα υποστηρίζουν την παροχή βοήθειας σε οικογένειες στις οποίες ένας γονέας έχει ψυχική διαταραχή και απαιτούν μελέτες για να διαπιστωθεί εάν η εν λόγω υποστήριξη μπορεί να μειώσει τον πρόωρο θάνατο στα επηρεαζόμενα παιδιά. Οι συγγραφείς της μελέτης περιγράφουν τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία που ενδέχεται να αυξηθούν καθώς οι συμμετέχοντες γερνούν, δεδομένης της υψηλής επικράτησης της έκθεσης και του αυξανόμενου απόλυτου κινδύνου θνησιμότητας
Πηγή: Medical Xpress